Αριστερά από την είσοδο στην πλατεία, που αποτελούσε το κοινωνικοοικονομικό και μαζί με το σχολείο το πνευματικό κέντρο του χωριού, είναι η είσοδος για το σπίτι του Κώστα Ανδρέα Χαζάπη (1134) και της συζύγου του Μαργαρώς(1). Παραπλεύρως σ’αυτό είναι ένα μακρόστενο οίκημα ιδιοκτησίας του Γεωργίου Μιχαήλ Παλαιοκρασσά (Μπουλάκα) (1316) #2616 info στο οποίο το 1928 άρχισε τη λειτουργία του το πρώτο και μοναδικό στο κάτω χωριό ραφείο και καφενείο του παππού μου Επαμεινώνδα Δημητρίου Λογοθέτη (123) #2238 info. Το ραφείο του, προ του 1928, είχε ο παππούς μου στη Χώρα, στην οποία πηγαινοερχόταν με ένα ιδιόκτητο γάιδαρο. Στο πίσω μέρος του οικήματος αυτού υπήρχε με ανεξάρτητη από το διπλανό δρόμο είσοδο ένα δωμάτιο στο οποίο έμενε ο Μπαρμπαγιαννούλης(2). Πιο πάνω σ’αυτό το δρόμο στην αριστερή του πλευρά ήταν το σπίτι του Γιόκου(3) και της συζύγου του Ανθής(4). Στη δεξιά με την πλατεία γωνία του δρόμου αυτού ήταν το σπίτι της Ευτυχίας (5) της «Κουκούλας», κόρης του Δημητρίου Ιωάννη Χαζάπη (11) #2773 info, του «Πίσσα», γι’ αυτό την έλεγαν και «Πίσσαινα». Αυτή είχε παντρευτεί τρεις φορές. Ο πρώτος γάμος της ήταν με τον Αντώνη Βασιλείου Σαρρή (1322) (εν χηρεία από την πρώτη του γυναίκα, την Βασιλική Θεοδοσίου Μαρή (1322) #2411). Ο δεύτερος ήταν στην Πόλη με τον Ιωάννη Γκίνη και ο τρίτος με τον ανθοκόμο Δημήτριο Μωραΐτάκη στη Χώρα (Μπαξέδες). Όταν ντυνόταν επίσημα έριχνε στο πρόσωπο της τόση πούδρα, που έμοιαζε με αλευρωμένο για το τηγάνι ψάρι. Ετσι, όταν φυσούσε, σχηματιζόταν γύρω της ένα άσπρο από την πούδρα σύννεφο. Όταν γελούσε, άφηνε να φαίνονται οι εναλλασσόμενες, σ’όλα τα δόντια της επάνω και κάτω σιαγώνας «κορώνες» από χρυσό και πλατίνα. Στο βάθος της κατά τρία σκαλοπάτια από την πλατεία υπερυψωμένης αυλής του κάτω σπιτιού της ήταν το υποδηματοποιείο του Μιλτιάδη(6). Σ’αυτό εργαζόταν ο Μπαρμπαγιαννούλης. Θα αναφερθώ εκτενέστερα σ’αυτόν, όπως ακριβώς τον θυμάμαι, γιατί τον περισσότερο καιρό στην παιδική μου ηλικία περνούσα στο κάτω χωριό στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ο Μπαρμπαγιαννούλης ήταν λεπτόκορμος, σχεδόν ψηλός κατά το ανάστημα, με άσπρα και κάπως αραιά μαλλιά. Το μουστάκι του, ο αντίχειρας, ο δείκτης και ο μέσος δάκτυλος του δεξιού του χεριού είχαν πάρει σκούρο καφέ χρώμα από το τσιγάρο, που σχεδόν δεν έλειπε από τα χείλη του. Σιωπηλός πάντοτε, λιγόλογος και σχεδόν αμίλητος, σπάνια ανοιγόταν σε συζητήσεις και γενικά δεν αντάλλαζε κουβέντες, χωρίς να υπάρχει λόγος. Επαγγελματικά ήταν παπουτσής. Την τέχνη την έμαθε στη Πόλη, στην οποία από τη νεαρή του ηλικία μετανάστεψε. Όταν μεσήλικας ήλθε στο χωριό, δεν άνοιξε δικό του μαγαζί, αλλά εργαζόταν σαν «κάλφας» στο παπουτσίδικο του Μιλτιάδη. Κοντά στον Μπαρμπαγιαννούλη έμαθε την τέχνη του παπουτσή και ο Νικολής(7) της Κοκκώνας(8), τον οποίο πολύ συστηματικά και με νοήματα εδίδασκε. Σκυμμένος πάνω στον «πάγκο» εκτελούσε με απόλυτη τεχνική την κατασκευή καινούργιων παπουτσιών ή την επιδιόρθωση των παλαιών. Εφτιαχνε ή επισκεύαζε μόνο ανδρικά ή παιδικά παπούτσια, κι’ουδέποτε έπιανε στα χέρια του γυναικεία παπούτσια. Όταν του πήγαιναν γυναικεία παπούτσια, τα βαθυγάλανα μάτια του έδειχναν την εικόνα θυμωμένου ανθρώπου και τότε πεισματικά τα πετούσε μακριά του μέσα στο μαγαζί, οπότε την επισκευή τους αναλάμβανε ο Μιλτιάδης. Κανένας δεν έμαθε, ούτε μπόρεσε να εξηγήσει γιατί απέφευγε την επιδιόρθωση των γυναικείων παπουτσιών… Τα μόνα γυναικεία παπούτσια που δεχόταν για επιδιόρθωση ήταν της Μαριγούλας(9) , της κόρης της Αννίκας της Χαχαλίδαινας(10) . Ισως η κοπέλα αυτή να έμοιαζε με εκείνη που αγάπησε στην Πόλη όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της νεανικής του ζωής. Τα απογεύματα, τις καλοσυνάτες μέρες, κατέβαινε μετά τη δουλειά του στην πλατεία, όπου, κάτω από τον πλάτανο συγκεντρώνονταν οι απόμαχοι και οι ξέμπαρκοι από το κάτω χωριό ναυτικοί. Σιωπηλός πάντοτε, καθόταν σε μια άκρη στα μπαγκαλάκια (11) της πλατείας και παρακολουθούσε τη συζήτηση για τα διάφορα κοινού ενδιαφέροντος θέματα του χωριού και τις αφηγήσεις για τις διάφορες από τους ναυτικούς ταξιδιωτικές περιπέτειες. Ακάθιστος και περιφερόμενος ο τότε πρόεδρος του χωριού Καπτα-Κώστας (12), με τα γυαλισμένα πάντοτε, καφέ χρώματος μποτινάκια του και με τα χέρια του στερεωμένα με τους αντίχειρες στα μασχαλιαία ανοίγματα του γιλέκου του, εκάλυπτε με τη βροντώδη φωνή του και το ξεκαρδιστικό, σε ειδικές περιπτώσεις γέλιο του, τη συζήτηση, όταν πολλές φορές παρενέβαινε σ’αυτή. Τις διάφορες περιπέτειες εξιστορούσαν συνήθως οι ναυτικοί, από τα ταξίδια τους στη Μπραΐλα, στο Πλοέστι της Ρουμανίας, στην Οντέσσα και στο Ταϊγάνι της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Οι περιγραφές τους γι’αυτά και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στα «Στενά» και το «Μπογάζι» του Βοσπόρου, έδιναν την ευκαιρία στον Μιλτιάδη να παρεμβαίνει και να διορθώνει τις κατά τη γνώμη του, λανθασμένες ονομασίες που ανέφεραν για τα διάφορα σημεία και θέσεις στην παράκτια ζώνη στην περιοχή της Πόλης. Αυτό όμως γινόταν αφορμή διαφωνίας και αντιπαράθεσης του με τον Γιώργη (Γιόκο), γιατί αυτά που έλεγε ο Μιλτιάδης, δεν συμφωνούσαν με τις περιγραφές, που καθημερινά διάβαζε, σ’ένα και μοναδικό με το γράμμα Κ τόμο της Εγκυκλοπαίδειας που είχε, σχετικά με την Κωνσταντινούπολη. Της θέσεις του Γιώργη υποστήριζε και ο Θόδωρος ο Μισιρλής (1112261) #564 info, γέννημα θρέμμα της Πόλης. Στην τριλογία, όταν οι φωνές και οι γνώμες μπερδευόταν, παρέβαινε, λύνοντας τη σιωπή του ο Μπαρμπαγιαννούλης. Τότε χαμηλόφωνα έλεγε στον Μιλτιάδη, ότι ίσως δεν κατάλαβε καλά για ποιο μέρος μιλούσαν οι απόμαχοι ναυτικοί. Τότε περιχαρής ο Γιώργης έφευγε, γιατί εν τω μεταξύ, οι πελάτισσες του με το τεφτέρι του «βερεσέ» στο χέρι του φώναζαν. Όταν ο Μιλτιάδης τον έβλεπε απομακρυνόμενο, κουνούσε, χωρίς έλεγχο, δεξιά-αριστερά το κεφάλι του, με ένα πικρόχολο χαμόγελο. Τελικά το σπίτι της Ευτυχίας, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο (1937) αγόρασε ο Λούης(13) και το μετασκεύασε, όπως το βλέπουμε σήμερα κι’έτσι η ιδιοκτήτρια είχε πάλι το όνομα Ευτυχία(14) , αφού αυτό είναι το όνομα της συζύγου του Λούη. Πίσω από το σπίτι της Ευτυχίας ήταν το σπίτι του Γιάννη Νικολάου Μπουλμέτη (13) #3796 info και της συζύγου του Μαριώς(15). Όπως έλεγε ο Γιόκος, ο πατέρας του Γιάννη, Νικόλαος Μπουλμέτης (1) #3783 info και σύζυγος της Μαρούλας(16), προέρχεται από πρόγονο που είχε το όνομα Λέκκας ή Πουλμέτης και το οποίο χρονολογούσε γύρω στις αρχές του 1700, χωρίς βέβαια να έχει συγκεκριμένα στοιχεία ή αλλες αποδείξεις. Ο Γιάννης Μπουλμέτης είχε το παρατσούκλι «Λαέρτης» γιατί κάθε βράδυ το χειμώνα, καθώς τα παιδιά του ήταν μετά το δείπνο συγκεντρωμένα γύρω από το μαγκάλι, τους αφηγείτο τα βάσανα του Οδυσσέα και των μνηστήρων που «πολιορκούσαν» την Πηνελόπη στο παλάτι του.
Κατόπιν αυτών ο Λαέρτης, ο πατέρας του Οδυσσέα έφυγε και απομονώθηκε στο δικό του βασίλειο με τον πιστό του υπηρέτη τον Δόλιο. Εκεί ο Οδυσσέας όταν επέστρεψε στην Ιθάκη, συνάντησε τον Λαέρτη και μαζί αντιμετώπισαν τους γονείς των μνηστήρων, που προηγουμένως είχε σκοτώσει ο Οδυσσέας.
Συνεχώς αναφερόταν στο ρόλο του Λαέρτη. Ετσι, οι περαστικοί που άκουγαν κάθε βράδυ κάτω από το φως του λύχνου το παραμύθι για τον Λαέρτη, το κόλλησαν το παρατσούκλι «Λαέρτης». Ανεξήγητες παραμένουν πάντως οι γνώσεις του γεωκτηνοτρόφου Μπουλμέτη, σχετικά με το έπος της Οδύσσειας. Κάθε βράδυ, επιστρέφοντας από το κτήμα του στα Πίσω Γιάλια, περνούσε καβάλα στον γάιδαρο του από την πλατεία, κρατώντας στ’αριστερό του χέρι το καρδάρι με το γάλα και στο δεξί του το σκοινί με το καπίστρι κι’ένα ραβδί για να τον οδηγεί. Επί της πλατείας και κολλητό στο σπίτι της Ευτυχίας ήταν το σπίτι της Φραγκώς(17), συζύγου του Λεωνίδα Νικολάου Κουτσούκου (118) #2255 (γιου του Καρανικόλα). Τα σπίτια αυτά ήταν αδελφομοίρια, γιατί της Φραγκώς ανήκε στον Νικόλαο Ανδρέα Κουτσούκο (11) #2816 info σύζυγο της Αννίκας Μυτήλια (112) #2823, αυτό δε της Ευτυχίας στην αδελφή του Μαρουλιώ(18), σύζυγο του Δημητρίου Ιωάννη Χαζάπη (Πίσσα) (11) #2773 info. Στι ισόγειο σπίτι της Φραγκώς, άνοιξε λίγο μετά το γάμο του (1924) μπακάλικο ο γιος της , Ιωάννης Λεωνίδα Κουτσούκος (1182) #868 info και σύζυγος της Διαμάντης (19) . Κατ’αρχαιότητα το μπακάλικο του Γιάννη ήταν το δεύτερο στo κάτω χωριό. Δυστυχώς στις αρχές του 1932, ο Γιάννης πέθανε εξ ανακοπής. Μετά το θάνατο του επανήλθε από την Αμερική ο αδελφός του Ανδρέας Λεωνίδα Κουτσούκος (Σπούγιας) (1183) #837 info. Αυτός μετασκεύασε το σπίτι και διατήρησε για τον εαυτό του το μπακάλικο. Η παραμονή του στην Αμερική επηρέασε την επιχειρηματική του έφεση. Η διαφήμιση των διαφόρων ειδών με τα οποία εφοδίαζε το μαγαζί και οι χαμηλότερες τιμές στα είδη του συντέλεσαν στην αύξηση της πελατείας του. Εκτός αυτών, έκτισε λίγο πιο πέρα από το μπακάλικο ένα σύγχρονο φούρνο, τον δεύτερο στο κάτω χωριό και στον οποίον τα ξύλα έδιναν την απαιτούμενη για τη λειτουργία του θερμότητα. Στο φούρνο αυτό εργαζόταν σαν αρτοποιός ο Σπύρος Ανύσης (20). Μετά το φούρνο του Σπούγια και αριστερά από το τέλος της πλατείας υπήρχαν τα οικοδομικά συγκροτήματα του Σταμάτη Αθανασίου Χαζάπη (Κάμη) (124) #1867 info. Η υπερυψωμένη αυλή του πρώτου από αυτά, που στηριζόταν προς τα έξω σε δύο μεγάλων διαστάσεων λιθόκτιστες κολώνες, σχημάτιζε την κάτω απ’αυτές και σήμερα υπάρχουσα καμάρα, που συνδέει την πλατεία με τον συνεχόμενο προς την Πεντάβρυση δρόμο. Στην αριστερή πλευρά της καμάρας ήταν η είσοδος στον ισόγειο με αυτήν χώρο, που αποτελούσε το αρχαιότερο στο χωριό παντοπωλείο, που ίδρυσε ο Σταμάτης Αθανασίου Χαζάπης. Στις δύο πλευρές της πόρτας εισόδου στο μαγαζί υπήρχαν δύο παράθυρα με σιδηρόφρακτη εξωτερικά εγκατάσταση. Στη δεξιά πλευρά (της καμάρας) υπήρχε μία σιδηρόπορτα που αποτελούσε την είσοδο στον κάτω απ’αυτήν κήπο. Τον χώρο πάνω από το παντοπωλείο, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, χρησιμοποιούσε ο Σταμάτης κι’όσο ζούσε η από τον δεύτερο γάμο σύζυγος του Ελένη(21) , σαν καθιστικό στη διάρκεια της ημέρας. Σ’αυτούς, ο παππούς μου Γιαννούλης Μιχαήλ Γιαλούρης (1222) #2937 info ανέθεσε, μετά τον θάνατο της γιαγιάς μου Ανεζιώς(22) , την προστασία της ανήλικης κόρης του και μητέρας μου, Βιολάντης(23). Το βράδυ, από μία στο πίσω μέρος πόρτα ανέβαιναν στην κύρια προς τα επάνω κατοικία τους , που σήμερα αποτελεί, μετασκευασμένη, την κατοικία του Γιώργη Σωκράτους Παλαιοκρασσά (111223112) #792 και της συζύγου του Μίνας(24).
Τα αδέλφια Λινάρδος (Ζαβολινάρδος) και Λευτέρης (Καπίτουλας) Καριστινού.
σημ. Το τμήμα αυτό της αφήγησης του Επαμ. Δημ. Λογοθέτη μπορείτε να διαβάσετε σε ξεχωριστή σελίδα πατώντας εδώ.
Τον επόμενο χρόνο από τον θάνατο του Σταμάτη, ο παππούς μου Επαμεινώνδας Λογοθέτης (123) #2238 info μετέφερε το καφενείο και το ραφείου του στον διαθέσιμο πάνω από το μπακάλικο χώρο. Παρά τη δυσκολία που είχε να ανεβαίνει τα πολλά σκαλοπάτια από την πλατεία σ’αυτό(25), το προτίμησε γιατί ήταν ευρύχωρο, φωτεινό και αυτό τον βοηθούσε στο ράψιμο. Την αυλή πάνω από την πλατεία χρησιμοποιούσαν οι εκάστοτε πολιτευτές για την εκφώνηση των προεκλογικών στους οπαδούς των λόγων, με τις επακόλουθες οικονομικές συνέπειες. Κάθε Σάββατο γύρω στο μεσημέρι συναντιόντουσαν στο καφενείο ο αρτοποιός – φούρναρης στο κάτω χωριό Ανδρέας Ξυδάκης (Μυκονιάτης), ο Γιώργης Πέτρου Κουρτέσης (Κανακάρης) (12) #3678 info με τα μαύρα σαν «ντετέκτιβ» γυαλιά του, ο Αντρίκος Γεωργίου Μανδαράκας (Καλουπάκας) (12) #2048 info και ο Γιώργης Φρατζέσκου Ζαννάκης, αφού οι δύο τελευταίοι ξεμπέρδευαν από τα χασαπιά τους. Την οινοποσία συνόδευαν εκτός από φρέσκο οκαδιάρικο ψωμί και οι σαρδέλες, που έριχναν σε χαρτί πάνω στο τραπέζι από τον αναποδογυρισμένο σαρδελοντενεκέ. Το φρέσκο ψωμί και οι σαρδέλες πάνω σ’αυτό, τους έκαναν να ροφούν με νεροπότηρα το κρασί και να λένε διάφορες παλιές ιστορίες. Μετά την οινοποσία ο Γιώργης ανέβαινε στον χωρίς σαμάρι γάιδαρο, που εν τω μεταξύ είχε δεμένο στον πλάτανο της πλατείας και ξεκινούσε για τη Βουρκωτή ταλαντευόμενος πάνω σ’αυτόν σαν εκκρεμές με απλή αρμονική ταλάντωση. ________________________
(1) Παλαιοκρασσά Μαργαρώ του Νικολάου (11111131) #1448 (2) Σαρρής Γιαννούλης του Γεωργίου (1233) #4003 info (3) Παλαιοκρασσάς Γεώργιος του Σωκράτη (Γιόκος) (1112231) #2621 (4) Χαζάπη Ανθή του Σταμάτη (1242) #2619 (5) Χαζάπη Ευτυχία του Δημητρίου (Κουκούλα) (118) - info (6) Ραΐσης Μιλτιάδης του Λεωνίδα (123) #1522 info (7) Μπουκουβάλας Νικολής του Αντωνίου (111) #1401 info (8) Μπεγλέρη Εριφίλη (Κοκκώνα) του Χρήστου (153) #2458 info (9) Φαλαγκά Μαριγούλα του Μιχαήλ (14332) (10) Διαβατίδη Αννίκα του Αθανασίου (1433) (11) πεζούλια (12) Χαζάπης Κωνσταντίνος του Ανδρέα (1134) - info (13) Μπεγλέρης Λεονάρδος του Νικολάου (171) #1597 info (14) Στεφάνου Ευτυχία του Πέτρου (174) #378 (15) Ζαννάκη Μαρούλα του Νικολάου (Χρούσαινα) (14) #3797 (16) Χαζάπη Μαρουλιώ ή Μαρούλα του Μιχαήλ (Κάλη) (114) #3795 (17) Κουτσούκου Φραγκώ του Νικολάου (111) #2268 (18) Κουτσούκου Μαρουλιώ του Ανδρέα (13) #2774 (19) Παλαιοκρασσά Διαμάντη του Δημητρίου (Μίμη) (12421) #271 info (20) Ο Ανύσης ήλθε από την Παλαιόπολη. (21) Καρυστινού Ελένη του Ελευθερίου (12) #1858 (22) Παλαιοκρασσά Ανεζιώ του Γιαννούλη (1127) #2938 (23) Γιαλούρη Βιολάντη του Γιαννούλη (12223) #2315 info (24) Μάνεση Μίνα του Μιχαήλ (11112563) #479 info (25) Ο Επαμεινώνδας Λογοθέτης κούτσαινε από το ένα πόδι εξαιτίας τραυματισμού του από σφαίρα, όταν αυτός είχε μεταβεί στην Αμερική σαν μετανάστης για να εργαστεί. Ενα όπλο που κρατούσε συγχωριανός του (και για την ακρίβεια ο σύγγαμπρος του Χρήστος Λεονάρδου Μπεγλέρης) και που αυτός νόμιζε ότι ήταν άδειο, εκπυρσοκρότησε σε διπλανό δωμάτιο στο σπίτι που έμεναν, η σφαίρα όμως πέρασε τον ενδιάμεσο τοίχο και τραυμάτισε τον Επαμεινώνδα στον ταρσό του αριστερού του ποδιού. Εκτοτε ο Επαμεινώνδας κυκλοφορούσε με δεκανίκια.
|
Πάνω: Στη δορυφορική φωτογραφία, η διαδρομή σημειώνεται με κόκκινη γραμμή. Σε άσπρο κύκλο φαίνεται το σπίτι του Θεοχάρη Ελευθ. Καρυστινού. |
Οδοιπορικό στους Στενιώτικους δρόμους της Μεσοπολεμικής Περιόδου. |
Μέρος β’ - δρόμοι και γειτονιές στο Κατωχώρι. |
Γράφει ο Επαμεινώνδας Δημ. Λογοθέτης |
|
Τις φωτογραφίες προσέφερε |
και τα σχόλια έγραψε ο Νικολός Εξαδάκτυλος |
|
Ο χώρος γύρω από την πλατεία |
Ο τέταρτος και χαμηλότερος από τους παράλληλους δρόμους του Χωριού - Επίλογος |