Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις

 

Το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας προήλθε από τη συνεργασία φίλων του ιστότοπου www.steniotes.gr σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαντική είναι η προσφορά του φίλου του ιστότοπου Νίκου Βασιλόπουλου, αρχιτέκτονα ερευνητή, σε λέξεις ιταλικής και ιδιαίτερα ενετικής προέλευσης.

Ολες οι λέξεις έχουν διασταυρωθεί και ελεγθεί από παλαιούς Στενιώτες.

Ορισμένες λέξεις απαντώνται και εκτός Στενιών. Εχουν καταγραφεί διότι χρησιμοποιούνται από τους Στενιώτες αποκλειστικά αντί άλλων καθιερωμένων λέξεων που είναι πανελληνίως γνωστές.

Στα παραδείγματα ακολουθείται η Στενιώτικη σύνταξη. Οι υπογραμμισμένες λέξεις στα παραδείγματα υπάρχουν στο γλωσσάρι.

 

επιστροφή

 

Σελίδα 1: Α - Δ        Σελίδα 2: Ε - Κ      Σελίδα 3: Λ - Μ      Σελίδα 4: Ν - Ρ       Σελίδα 5: Σ - Τ       Σελίδα 6: Υ - Ω

Σελίδα 7: Εκφράσεις

 

Ο φίλος του ιστότοπου κος Γιώργος Λαλαίος μας ενημέρωσε για τα παρακάτω ντοκουμέντα και μας ενημέρωσε για τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους τους.

Μπορείτε να διαβάσετε το έργο του ιστορικού Δημητρίου Π. Πασχάλη «Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Ανδρω λαλιάς» πατώντας εδώ.

Μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη του Ανδριώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Κ. Βογιατζίδη «Γλώσσα και Λαογραφία της νήσου Ανδρου» πατώντας εδώ.

 

Α

Αβαντάριον : Είναι ο κατάλογος των αντικειμένων που θα λάβει με το γάμο της μια κόρη. Κάποιες φορές δεν αναφέρεται το όνομα του γαμπρού, ούτε έχει την επισημότητα του προικοσυμφώνου το οποίο περιβάλλεται με συμβολαιογραφική μεταξύ των συμβεβλημένων πράξη. Ισως είναι το προσχέδιο για τη συγγραφή του προικοσυμφώνου. Η ισχύς του πρέπει να βασίζονταν στο λόγο τιμής των συμβαλλομένων. (πατήστε εδώ για να δείτε περισσότερα).

Αβουκάτος : ( ιταλ. avvocato = δικηγόρος) φίλος που τον χρησιμοποιούμε για δική μας εξυπηρέτηση.

Αγάντα : (ρήμα, προστακτ. από το ιταλ. aguantare) βάλε δύναμη! Αγαντάρω : βάζω δύναμη, υποβοηθώ, υποστηρίζω. (Ελάτε να αγαντάρετε να σύρωμε τη βάρκα).

Αγιούπα (η) : (κανονικά) το όρνεο, ο γύπας αλλά συνηθέστερα το αρπακτικό πουλί, το γεράκι. Μεταφορικά, σε άτομα ιδίως σε γυναίκες, η άρπαγας όχι κατ’ ανάγκη η κλέφτρα, αλλά η σβέλτη στις κινήσεις της. Ακούγεται και σαν αγιούπας (ο, αρσεν.). (Να την έβλεπες, σαν αγιούπας τα άρπαξε τα σύκα που την τράταρα).

Αγκινας : Εργαλείο για ψάρεμα αχινών

Αγκίνιος : ο αχρησιμοποίητος, ο άνευ εγκαινίασης, ο ανέγγιχτος. (Εχω ένα μπουκάλι φλορίντα αγκίνιο).

Αγκλιά η : Φλασκί με κομμένο στη μια πλευρά κορμό σε σχήμα σέσουλας, που το χρησιμοποιούσαν για τέτοια χρήση.

Αγκωνάρι : ο ακρογωνιαίος λίθος μιας οικοδομής. Συνήθως μια μεγάλη (όσο ένας ακρογωνιαίος λίθος) πέτρα. (Εκεί που ανατινάζανε το γκρέμνο, πετάχτηκε προς το μέρος του ένα αγκωνάρι, που αν τον πετύχαινε θα τονε μισέρωνε). 

Αγραντολόιστος : ο αδύναμος, ο ανίσχυρος, αυτός ο οποίος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι που κανονικά θα έπρεπε. (Από το αγραντολόιστο πανί που δεν είναι ενισχυμένο και συνεπώς δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά ή που μπορεί και να σκιστεί). Για το γραντί γλαντί) βλ. λέξη παρακάτω.

Αγριφώνω : Σκαρφαλώνω (με επιδέξιο τρόπο, όπως ένα αγρίμι).

Αδεια (η) : Η ευχέρεια, η δυνατότητα ενασχόλησης με κάποιον ή κάτι. (Δεν έχω την άδεια σου για παραμύθια, έχω δουλειές τώρα).

Αδελφομοίρι : μερίδιο από κληρονομιά η οποία μοιράστηκε μεταξύ αδελφών. (Αυτά τα χτήματα στον Σαρά είναι Γιαλουραίικα αδελφομοίρια).

Αδελφοφάς : το παιδί που επέζησε μικρότερων αδελφών του (τα οποία δηλαδή απεβίωσαν μετά τη γέννηση του).

Αηλάδα : Αγελάδα.

Αθεγκα : (βλ. εκφράσεις).

Αϊπνιά η : το μακροβούτι.

Αίρεση : μια πράξη εκτός των κανόνων, προκλητική, αρκετά κακοπροαίρετη και που δημιουργεί προβλήματα. (Να είσαι στην πλατεία και να κάνεις συναλίκια με τις Αποικιανοί έτσι από αίρεση). (Σα να του λες μην πατάς το κουμπί γιατί θα γίνει ζημιά, και αυτός από αίρεση να το πατάει).

Αιρετικός : ο έχων άποψη αντίθετη προς την κοινή λογική (Ολοι με τα μπανιερά στα γκρέμνα κι αυτός με τα ρούχα αγριφωμένος σαν τον αρασκό στο λάινο. Από αίρεση).

Ακονίστρα : η ξύστρα για τα μολύβια.

Αλεκατώνω : έχω τελειώσει τις δουλειές μου και ευκαιρώ για κάτι άλλο ήσσονος σημασίας. (Η αλεκάτη - Ερείκη η σπονδυλανθής - είναι το χαμόρεικο στο οποίο οι Ανδριώτες άφηναν τους μεταξοσκώληκες να πλέξουν το κουκούλι τους. Στη φάση αυτή έπαυαν να ασχολούνται αποκλειστικά με τους μεταξοσκώληκες και έπαιρναν ανάσα για άλλες δουλειές).

Αλέστα (επιρρ.) : σε προσοχή, σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα (ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα»). Χρησιμοποιείται και ειρωνικά, στην πραγματικότητα για άρνηση (Θα πάς στο χορό; -Αλέστα είμαι, πως). Αλέστος : έτοιμος.

Αλετούρανος : ο αλλόθρησκος. Συνήθης χαρακτηρισμός πολύ άτακτου παιδιού. (Ο αλετούρανος ο εγγονός μου με το τόπι του μου έσπασε το σταμνί). Είναι παραφθορά εκ του Λουθηρανού, δηλαδή οπαδού του Λούθηρου. (Αλουθηριανό - αλετούρανο αποκαλούσαν οι Έλληνες τον βασιλιά τους Οθωνα...). 

Αλεχτόριασε : κατατρόμαξε, πήρε μεγάλη λαχτάρα (συναντάται στο αόριστο).

Αλμπουρίζω : αναποδογυρίζω

Αλμύριχος : το αρμυρίχι.

Αμά : αλλά. (Του τα ‘πα, αμά δε με άκουσε).

Αμακατζής : (ενετ. a maca) αυτός που ζει με ξένα χρήματα, ο τρακαδόρος, ο φιλάργυρος. (Για δε τον, τον αμακατζή. Δεν το στρίνιασε το παιδί).

Αμελέτητο : το δοχείο νυκτός. Συναντάται και σαν τσουκάλι και ανατζαίο.

Αμμοσουρά : (άμμος + σύρω) τα λεπτόκοκκα (σαν άμμος) φερτά υλικά που οφείλονται σε ποταμοπλυσά.

Αμπασάδα η : εξυπηρέτηση (χατιρικά), εκδούλευση, αγγαρεία (κάνε μου την αμπασάδα και μια και πας στη Χώρα πάρε μου και μια εφημερίδα).

Αμπόδεμα το : ξόρκι που αποβλέπει στη γενετήσιο αδράνεια νιόπαντρου κατά την κρίσιμη στιγμή. (Διαβάστε εδώ για το αμπόδεμα).

Αμποδεμένος : ο έχων υποστεί επιτυχώς (και δυστυχώς γι’αυτόν) αμπόδεμα.

Ανακαρώνομαι : αθωώνομαι. (Κάρα : κεφάλι,  κρίθηκα - δικάστηκα, σηκώνω την κεφαλή).

Αναπαυσόλια ή αναπαψόλια τα : Παρελκόμενα του συζυγικού κρεβατιού. Δύο υφασμάτινοι κρίκοι αναρτώμενοι από το ταβάνι για να ακουμπούν τα πόδια. (Κα δε μου λες, τι τα θες τα αναπαψόλια με τον άντρα σου μπαρκαρισμένο;).

Αναπλωρίζομαι : ετοιμάζομαι να αποχωρήσω.

Ανάργιος : Ο αραιός (έβαλε λίγο καφέ στο μπρίκι και του βγήκε ο καφές ανάργιος) .

Ανατζαίο : το τσουκάλι, το δοχείο νυκτός. Συναντάται και σαν αμελέτητο.

Ανατουμπανιάζω : σείω, κουνάω με δύναμη πάνω κάτω ένα αντικείμενο (ανατουμπάνιασε την κατσαρόλα με τα φασόλια για να μην κολλήσουν).

Αναφούρι : αναστάτωση, αναβρασμός

Αναχυμίζομαι : Ανατριχιάζω. (Τέτοιο μοιασίδι με το σχωρεμένο τον πάππου του, Παναγία μου. Ανεχυμίστηκα).

Ανέδραμα : (ρήμα, στον αόριστο) αναγούλιασα.

Ανεμοχαράζω : μηρυκάζω. (Αυτός άμα τρώει, ανεμοχαράζει σα γίδα).

Ανελιώνω : Διαλύω στερεό σε υγρό. Κάνω διάλυμα.

Ανεμοβολάξανε : πλυθήκανε πάρα πολύ.

Ανεμοπύρωμα : το ερυσίπελας.

Αντεφέτος ή αντιφέτος : αυτός που μεγάλωσε γρήγορα σε ένα χρόνο.

Αντίλαμπρο : Η Κυριακή του Θωμά.

Αντίτερο : το αντίδωρο.

Αντρές : ο διάδρομος στην είσοδο του σπιτιού.

Αντρέσσα (η) : Η διεύθυνση κάποιου σπιτιού, ξενοδοχείου κλπ. (Την αντρέσσα του ξενοδοχείου θα στην πει ο σιψάντης).

Αούρδο : (ναυτικό παράγγελμα, λατιν. a ordo) κράτει τα κουπιά (παύση της κωπηλασίας) και κράτημα τους από τους σκαρμούς οριζόντια.

Απαντοχή : αυτό που περιμένουμε σαν ανακούφιση και εν προκειμένω, η επιστροφή του ναυτικού στην πατρίδα. «Καλή απαντοχή», ήταν η πιο καλοδεχούμενη ευχή.

Απελάριστος : ο ανυπόφορα απεριποίητος.

Απιθαμή : η σπιθαμή.

Απίκου (Απίκο) (επιρρ., αγγλ. apeak ) : κατακόρυφα. (Σία το δεξί, βόγα το αριστερό, να έλθει η καθετή απίκου). Αλλά και σε ετοιμότητα. (όποτε τον χρειαστείς έρχεται, είναι πάντα απίκου).

Απλάδενη : τάβλα στην οποία πλάθεται ζύμη για ψωμί, κουλούρια κλπ.  (Θα σου κάνω την κεφαλή απλάδενη (απειλή) : θα σου κάνω την κεφαλή επίπεδη από  τις ξυλιές.)

Απλοχεριά, η : μοίρασμα φαγητών σ’ αυτούς που συμμετείχαν στα χοιροσφάγια, για να τα πάρουν σπίτι τους.

Απλωταριά : χώρος που απλώνουμε σύκα να ξεραθούν.

Απο βολάς (βλ. εκφράσεις).

Απογδύμνια τα : Τα ρούχα που πάνε για πλύσιμο όταν κάποιος τα βγάζει για να βάλει καθαρά. Είναι τα ρούχα που είναι λερωμένα, ιδρωμένα κλπ , συνήθως πρόχειρα π.χ. φόρμες κλπ, και συχνά εσώρουχα, και που τοποθετούνται μαζί σε συσκευασία π.χ. τσάντα, βαλίτσα κλπ ώστε να μεταφερθούν σε ταξίδι χωριστά από τα άλλα ρούχα, για να πλυθούν και τακτοποιηθούν στον τόπο προορισμού. Επίσης, τα ρούχα που δε χρειάζονται πια και χαρίζονται σε άλλους.

Απογυρίδα η : Μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο, αλλά όχι από τον καθιερωμένο συντομότερο δρόμο. (Δεν ήξερε καλά το δρόμο για τα Απατούρια και πήγε πρώτα στ’ Αποίκια. Αυτή κι’ αν ήταν απογυρίδα).

Αποδιαλαή : η φευγαλέα σκιά όταν περάσει κάποιος. Η ψυχολογική βεβαιότητα της παρουσίας κάποιου χωρίς όμως να το βεβαιώνει κάποια από τις αισθήσεις μου. (Είμαι σίγουρος ότι πέρασε από δω ο Γιαννούλης. Δεν τον είδα, αλλά ένοιωσα την αποδιαλαή του).

Αποδιαλεόνια τα : δευτέρας διαλογής, χαρακτηρισμένα ως μη απαραίτητα μετά από διαλογή, ακόμα και συνώνυμο του «σκατολοΐδια».

Αποδιαφαντεύω : ασχολούμαι με κάτι ώστε να ξεχάσω κάτι άλλο που με στεναχωρεί. (Αποδιαφάντεψε το παιδί να μην κλαίει που έχασε το παιχνίδι του).

Αποδοσίδια τα : δωράκια (σαπουνάκια , μπουκάλια κολόνιας  florida, νάιλον κάλτσες για τις γυναίκες, παντοφλίτσες για τα παιδιά και παρόμοια) μικρής οικονομικής αλλά συναισθηματικά μεγάλης αξίας, που έφερναν ναυτικοί ή συγγενείς που επέστρεφαν στο χωριό. Τα δωράκια αυτά δίνονταν σαν απάντηση στο καλοσώρισμα των ταξιδιωτών από τους δικούς τους.

Αποκαμμίδια (τα) : Τα αιωρούμενα και ορατά σωματίδια που παράγονται από την καύση χόρτων, χαρτιών, δέντρων κλπ. Τα αποκαΐδια. (Τα αποκαμμίδια από τα χόρτα που 'καψες μου κάναν τα σεντόνια σύχριστα).

Αποκάνω : τακτοποιώ κάποια υπόθεση, οριστικοποιώ. (Τι απέκαμες με το χτήμα που παζάρευες, το αγόρασες;)

Αποκοντριασμένος : αυτός που έχει αποκόντρια. (Αλλά και: αποκοντριασμένος με την καθαριότητα).

Αποκόντριο : υποχόνδριον σύμπλεγμα. Μόνιμα αρνητική αντιμετώπιση καταστάσεων εξ αιτίας προτέρων εμπειριών. (Εχει το αποκόντριο να πλένει τα χέρια του με οινόπνευμα κάθε φορά που γυρνάει στο σπίτι του).

Απολοχαίνω (επί φαγητού) : κρυώνω σιγά-σιγά με φυσικό τρόπο. (Αστο να απολοχάνει το φαγητό σου, θα καεί ο στόμας σου).

Απολυβάστηκα : αφαιρέθηκα, αποξεχάστηκα.

Αποπλύδια τα : τα υγρά απόβλητα μετά από πλύσιμο ρούχων, μαγειρικών σκευών κλπ.

Αποπύρι : στους φούρνους όταν έσβηναν και η θερμοκρασία τους χαμήλωνε. (Στεγνώνανε το αλάτι στο αποπύρι του φούρνου).

Αποστράγγι : Τα υγρά (π.χ. μούστος) που παίρνει κάποιος που συμπίεσε κάτι (π.χ. στέμφυλα) για αρκετό χρονικό διάστημα (π.χ.24 ώρες). (πήγα στο πατητήρι και μάζεψα τρεις παλιάσες αποστράγγι). Το νερό που περίσσεψε σε χαβούζα ποτίσματος (πότισε με το αποστράγγι).

Αποτώρι : προηγουμένως. (Τ’ αποτώρι πέρασε από εδώ ο ταχυδρόμος και σε ζητούσε... )

Αποχύνω : Αλλάζω το νερό σε ορισμένα τρόφιμα που βράζουν, σε φρούτα που θα γίνουν γλυκό για να ξεπικρίσουν κλπ. (Απόχυσε το νερό και βάλε φρέσκο στα φασόλια).

Αραός : (βλ. εκφράσεις).

Αρασκός : Νυκτόβιο δενδρόβιο τρωκτικό που απαντάται στην Ανδρο (μήκους 13-19 cm το σώμα,  11-15 cm η ουρά) βάρους 70-200 gr που μπορεί να φτάσει και τα 300 gr λίγο πριν από τον χειμέριο ύπνο. Εχει φουντωτή ουρά και δεν πρέπει να συνδέεται με τον αρουραίο ο οποίος έχει παρόμοιο μέγεθος αλλά γυμνή ουρά.  Το όνομα του έχει αρχαιοελληνική προέλευση (ορεσκώος = ορεσίβιος). Στην Ανδρο υπάρχουν δύο είδη: ο Δενδρομυωξός (Dryomys nitedula ) και ο Δασομυωξός (Glis Glis). Φωτογραφία.

Αρμεόνι : Μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας συνήθως 10 - 20 λίτρων, με στενό σχετικά στόμιο και καπάκι, στο οποίο μπαίνει το γάλα της αγελάδας, κατσίκας ή προβατίνας στο άρμεγμα. Φωτογραφία.

Ασπαρθιά : η ασπαρτιά. (Η Αριστέα μου έφερε ένα γκομάρι ασπαρθιά για να ανάψω τα κάρβουνα στο μαγκάλι).

Ασπρίζω : (εκτός από τη συνήθη έννοια) ξεπικρίζω. (Χρησιμοποιείται και η λέξη «λευκαίνω») (Η κάπαρη θέλει άσπρισμα σε άλμη και μετά σε αραιό ξύδι πριν φαγωθεί).

Ασύγχιστο : Το ελάχιστο που παίρνει κάποιος σε διαθήκη για να μη μπορεί να την προσβάλει. (Το μισό της νόμιμης μοίρας).

Ατελο : αυτό που δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, να φτάσει στην κανονικότητα του, το ατελές, το ελλιποβαρές, για νεογνό λόγω πρόωρης γέννησης (προ του τέλους της κύησης) το καχεκτικό, ίσως και με γενετικά προβλήματα. (Από την κούραση είμαι σαν ένα άτελο, δε μπορώ να κάμω τίποτα).

Αυγοκαλάμαρα (τα) : είδος γλυκού που συνηθίζεται τις απόκριες, οι δίπλες.

Αυλακίζω : (Ρήμα που λέγεται στην παρασκευή γλυκών του κουταλιού. Η σωστή στιγμή για να κατεβεί το γλυκό από τη φωτιά είναι όταν το σιρόπι αυλακίζει σε ένα πιάτο, δηλαδή κάνει ένα αυλάκι που διατηρείται κάποια δευτερόλεπτα όταν σύρουμε τη μύτη ενός κουταλιού πάνω στο πιάτο). (Μην κατεβάσεις το περγαμόντο από τη φωτιά αν δεν αυλακίσει το σιρόπι, ειδεμή θα σου βγει ανάργιο).

Αφανέριος : Εξαφανισμένος.

Αφάντουρος : ο αδέξιος, ο άχαρος στους τρόπους και στην κίνηση, ο ατσούμπαλος.

Αφέντης : ο πατέρας.

Αφορεσμένος : ο άξιος κατάρας ή αφορισμού. (Τα αφορεσμένα ανεβήκανε στη σκιά και δεν αφήσανε σύκο για σύκο).

Αχάβαδος : ο αλλοπρόσαλλος, αυτός που δεν έχει συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, ο έχων απρόβλεπτο τρόπο σκέψης και συμπεριφορά. (Δεν μπορείς να μιλήσεις σοβαρά μαζί του, άλλα σκέπτεται, άλλα λέει και άλλα κάνει, είναι αχάβαδος). (άλφα στερητικό και χαβάς που τουρκικά σημαίνει γραμμή, μουσικός δρόμος. Άρα αυτός που δεν ακολουθεί κάποια σταθερή γραμμή συμπεριφοράς). Παράγωγο της λέξης αχάβαδος είναι η λέξη αχαβαδιά που σημαίνει ακριβώς πράξη που χαρακτηρίζει τον αχάβαδο (την έκανε την αχαβαδιά του ο Γιάννης, είπε «και του χρόνου» στο γάμο της Μαρίκας).

 

Β

Βαβά η : η μεγάλης ηλικίας γιαγιά.

Βαβίζω : γαυγίζω.

Βάδα : Μονάδα μέτρησης όγκου για ελιές. Μία βάδα = 60 καυκιά.

Βάζο : Ξύλινη βάση, στήριγμα για να ισορροπεί ένα καΐκι ή μια πολύ μεγάλη βάρκα όταν έχουν τραβηχτεί στη στεριά.

Βάρδα : (επιτακτικό επίρρ.) φύγε μακριά! Προσοχή κίνδυνος, απομακρύνσου γρήγορα! Φύγε τρέχοντας! (Βάρδα, μάσκουλα!). (Από το βενετικό ρήμα vardare που σημαίνει φυλάσσομαι, επιβλέπω (ιταλικά guardare, sorvegliare). Είναι στην προστακτική varda. Εχει την έννοια του: φυλάξου, πρόσεξε! )

Bαρδαμάς : εργαλείο που βοηθά στο ράψιμο ιδιαίτερα σκληρών υλικών (π.χ. καραβόπανα, μουσαμάδες, δέρματα). Οπως η δακτυλήθρα, αλλά φοριέται στην παλάμη. Στο πίσω μέρος του βαρδαμά υπάρχει σπάγκος που ρυθμίζει το μέγεθος του ανάλογα με την παλάμη. Υπάρχει τρύπα από την οποία περνάει ο αντίχειρας και μεταλλική πλάκα με βαθουλώματα όπως η δακτυλήθρα που στερεώνονταν το πίσω μέρος της σακοράφας. Ο χρήστης έσπρωχνε τη σακοράφα με την παλάμη του. Φωτογραφία.

Βάρδουλα (η) : η βάνα, διακόπτης που εμποδίζει (όταν τον κλείνουμε) και επιτρέπει (όταν τον ανοίγουμε) τη ροή του νερού (ή άλλου υγρού) σ’ ένα δίκτυο σωληνώσεων. Η βάρδουλα χειρίζεται με κυκλικό χερούλι και όχι με λαβή που κινείται μέχρι μια ορθή γωνία. (Ανοιξε την βάρδουλα να αδειάσει ή δεξαμενή).

Βαρήστησα : (ρήμα, απαντάται στον αόριστο, με την έννοια) βαρέθηκα τη ζωή μου, έχασα κάθε ελπίδα, απογοητεύτηκα, βαρέθηκα οικτρά περιμένοντας κάτι που δε συνέβη.  (Βαρήστησα πια, δεν σας αντέχω άλλο, θα πάρω τα βουνά...).

Βαρούμενη : η εγκυμονούσα.

Βαταλαλώ : Φωνάζω επίτηδες δυνατά για να με ακούσουν όσο το δυνατό περισσότεροι. (Ο Σταμάτης και ο Ηρακλής καυγαλαντίσανε προχτές και βαταλαλούσανε όλη μέρα.)

Βίβος : (ιταλ. vivere = ζω) Ζωντανός, ακέραιος, συμπαγής, γεμάτος (ματσόλα από βίβο ξύλο), (νερό βίβο = νερό που κατεβαίνει με δύναμη).

Βίδα (η) : το ελαιοτριβείο.

Βιρανές (ο) : Ο προσήνεμος τόπος (μια αλάνα, ένα μεγάλο οικόπεδο κλπ.), σημείο που δημιουργούνται ρεύματα αέρα. (Ηκατσενε στους βιρανέδες και την άρπαξε την πούντα). 

Βόγα : (ναυτικό παράγγελμα) κίνηση των κουπιών ώστε το πλεούμενο να κινηθεί προς τα εμπρός. Σία Βόγα : παράγγελμα ώστε το πλεούμενο να κάνει επιτόπια περιστροφή με τη μία πλευρά των κουπιών να το ωθεί προς τα εμπρός και η άλλη πλευρά προς τα οπίσω.

Βοδώνω : Ευοδώνω. (σαν έκφραση) Δε βοδώνει : Δεν γίνεται, δεν τελειώνει, δεν προχωρεί, δεν αναπτύσσεται κανονικά. (Αυτή η λεμονιά δε βοδώνει).

Βολάδι : μεγάλη πέτρα, συνήθως λεία και σε μέγεθος που να μπορεί να πεταχτεί με το ένα χέρι. (Από τρίχα γλύτωσε από το βολάδι που του πέταξε ο Γιαννούλης).

Βολάζω : τρομάζω, ειδικά τα ψάρια. Με το βολαστήρι (ξύλινο κοντάρι με ένα μικρό κατασκεύασμα στην άκρη του σαν ξύλινο γουδί) κτυπώντας την επιφάνεια της θάλασσας για να τρομάξουν τα ψάρια και να πέσουν στα δίχτυα. Αν δεν υπάρχει βολαστήρι με τα κουπιά ή άλλο ανάλογο αντικείμενο. Επίσης βολάζω : κουρνιάζω, αράζω κάπου (που βόλαζες τόσες ώρες;).

Βολή : (βλ. εκφράσεις).

Βόλι : ειδική κυλινδρική πέτρα που χρησιμοποιείται στα δώματα των σπιτιών για τη στεγανοποίηση τους με πηλό. Επίσης η πέτρα για τη σύνθλιψη των ελιών στα ελαιοτριβεία.

Βολιάς : το βαρίδι από μόλυβδο σε μία καθετή.

Βόλτο : Πέτρινο τοξωτό κατασκεύασμα συνήθως σε υπόγειο για να συγκρατεί το ταβάνι και κατ' επέκταση κάθε πέτρινη τοξωτή κατασκευή. Στις δίφυλλες πόρτες στα Στενιώτικα σπίτια για να μην πέσει το βάρος του υπερκείμενου τοίχου στο πρέκι της που συνήθως ήταν ξύλινο, κατασκευάζονταν καμπυλωτή κατασκευή (όπως στη γεφυροποιία) πάνω από το πρέκι. Ετσι σχηματιζόταν ένας χώρος που χρησιμοποιούταν κυρίως για αποθήκευση (π.χ. στεγνών τυριών). Φωτογραφία.

Βορβιθιά η : Κοπριά από βοοειδή, ανακατεμένη με άχυρα που χρησιμοποιείται για μονωτικό υλικό.

Βουβάλα (η) : Μεγαλόσωμη γυναίκα, όχι ελκυστική και περιορισμένης αντίληψης.

Βουλιάστρα : τμήμα τοίχου, παραβολής κλπ. που κατέπεσε. (Πέντε μεροκάματα και τρεις ακόμα στράτες πέτρες μου πήρε να σηκώσω τη βουλιάστρα στο χτήμα μου στου Σαρά).

Βουργίδα : ο όρχις.

Βουρδούλακας : ο βρικόλακας.

Βουρδουλακιάζω : ξενυχτώ, έχω αϋπνίες. Βουρδουλακιάσαμε : Ξημερωθήκαμε.

Βρισκούμενα τα (επί φαγητού) : αυτά τα οποία κανονικά θα είχαμε, τίποτα ιδιαίτερο. (Περάστε να φάμε, δεν είναι κόπος, τα βρισκούμενα).

Βροντή : είδος γαιοσκώληκα. Τη βροντή την αφήνουν να ξηραθεί και όταν πάρει το σχήμα και την υφή μιας χορδής την τοποθετούνε διαμετρικά στη μία από τις δερμάτινες επιφάνειες του ντουμπιού. Ο ήχος που παράγεται είναι χαρακτηριστικός. Φωτογραφία.

Βροντολοώ (ρήμα που αναφέρεται στον καιρό) : κάνω δυνατό θόρυβο με δυνατούς κυρίως και συχνούς κεραυνούς.

Βύθος (το) : Ασχημη σωματική ή/και ψυχολογική κατάσταση, αναφέρεται σε άτομο που είναι στα τελευταία του. (Ο Πέτρος; Αυτός είναι σε βύθος… Να φανταστείς ότι ούτε στην κηδεία της αδελφής του δεν μπορούσε να πάει…).

 

Γ

Γαλαχτιά (η) : διαλυμένος ασβέστης σε νερό για άσπρισμα. (Πρέπει να περάσεις τον τοίχο τέσσερις - πέντε φορές με γαλαχτιά για να ασπρίσει εντελώς).

Γαλαχτίζω : ασπρίζω με ασβέστη.

Γαλοκαμένος (και γαλοκομένος) : χαρακτηρισμός αδύνατου ή καχεκτικού παιδιού, ατόμου κλπ. εξ αιτίας μη θηλασμού ή πρόωρης διακοπής του θηλασμού. Μεταφορικά, το νωχελικό ή αδιάφορο για οποιαδήποτε δραστηριότητα (διάβασμα, δουλειά, παιχνίδι κλπ.) παιδί.

Γαμπούνι : το πόδι μαγειρεμένου κοτόπουλου. (Θες στήθος, φτερούα ή γαμπούνι;).

Γάτης : ο γάτος (ενίοτε - ασχέτως φύλου - και η γάτα).

Γδυμνός : γυμνός.

Γέβεντο, Γεβέντισμα : ο διασυρμός, το ρεζίλι, η ξευτίλα. (Δεν το γλύτωσε το γεβέντισμα με τα ρούχα που φόραγε).

Γεμενί : Τα γεμενιά είναι ελαφρά δερμάτινα παπούτσια ή παντόφλες. Ονομάστηκαν έτσι, επειδή αρχικά κατασκευάζονταν στην Υεμένη, αν και βέβαια στη συνέχεια έρχονταν από την Πόλη και άλλους πιο κοντινούς τόπους. (Βγήκε όξω στο χιόνι με κάτι γεμενάτσα κόντεψε να ποντιάσει),

Γεμιτζής (και γκεμιτζής): ο έμπειρος και ικανός ναυτικός (τουρκ. gemici = ο ναύτης, από τη λέξη gemi, γκεμί = πλοίο).

Γενάτος : Γινωμένος, ώριμος.

Γενοπαρέτι : συγγενολόι, παρέα με άτομα από το ίδιο σόι, συγγενείς μεταξύ τους. (Της Θεοτόκου το γενοπαρέτι του Μπουλάκα είχε πιάσει τον τοίχο του Λιλιδόρη από την πόρτα του χτήματος μέχρι το γεφυράκι).

Γεροντομοίρι : Σπίτι, ή τμήμα σπιτιού (δωμάτια) το οποίο έχει κρατηθεί από προικοδότες γονείς για να διαμένουν εφ’ όρου ζωής. Συνήθως το γεροντομοίρι περιγράφονταν στο συμβόλαιο προικώου. (Εδωσε προίκα στην κόρη του το σπίτι και κράτησε για γεροντομοίρι το κατώι).

Γιαουντής : το ομοίωμα του Ιούδα το οποίο καίγεται ανήμερα της Λαμπρής (από το Yehuda : Ιούδας στα Εβραϊκά).

Γιοκάρι : γιος, εγγονός (χαϊδευτικά).

Γκαβέσα η : (ισπαν. cabeza) η κεφαλή. (Απαντάται και σαν Καβέσα).

Γκάργκανο : το καμένο σαν κάρβουνο. (Με τη κουβέντα ξέχασα το φαΐ στο φούρνο και το κρέας έγινε γκάργκανο)!

Γκελίρια, τα : τα έσοδα, τα εισοδήματα (τουρκ. gelir). (ακούγεται και σαν τζελίρια).

Γκίκινας : σημείο ή μέρος που είναι έξω έξω, στην άκρη. (Από τόσο χτήμα, πήγε και έχτισε στο γκίκινα. Κρύωσα, φυσούσε πολύ κι εγώ καθόμουν στην αυλή στον γκίκινα).

Γκινιάζω : εγκαινιάζω, ανοίγω ή δοκιμάζω πρώτος. (Δεν τονε πρόκαμα, τη γκίνιασε τη μπουρνιά πριν την ώρα της).

Γκλαβανή : βλ. κλαβανή

Γκλαουγκλίζω : μεθοκοπώ. (Τον περίμενε με το μασόξυλο στην πόρτα να γυρίσει από το καφενείο που γκλαούγκλιζε με τα άλλα κοπρόσκυλα).

Γκόγκλα η : μπαστούνι στιβαρής κατασκευής, διά πάσαν χρήσην. (Τονε βάρεσε με τη γκόγκλα, παραλίγο να τονε μισερώσει...)

Γκομάρι : μεγάλο δέμα από κλαδιά. (Μαζί με τα χόρτα που μάζευε, κουβάλαγε και ένα γκομάρι κλαδιά για τις ανάγκες της κουζίνας). (Το γκομάρι ήταν τόσο βαρύ, όσο μπορούσε να σηκώσει ο ώμος ή η πλάτη κάποιου). (από την αρχαία λέξη γόμος = φορτίο ζώου).

Γκρέθι : (χλευαστικά) ο ορεσίβιος Αρβανίτης. (Γκρέθι είναι το μιγάδι, το κριθάρι).

Γκρέμνο : βράχος.

Γλάμπαρδος : ψηλός και γεροδεμένος άνδρας. Αντίθετη λέξη : γλαντί.

Γλαντί : (ακούγεται και σαν γραντί). ο πολύ αδύνατος -η. (Εφεξε, ένα γλαντί απόγινε με τις δίαιτες που κάνει). Γλαντί είναι το λεπτό σχοινί περιμετρικά ενός ιστίου για την ενίσχυση του. Αντίθετη λέξη : γλάμπαρδος. (Το ιστίο χωρίς γλαντί θεωρείτε ημιτελές και λέγεται αγραντολόιστο).

Γλαστρί : θραύσμα από γλάστρα, σταμνί, κλπ κεραμικό αντικείμενο. (Με ένα γλαστρί ζωγράφιζαν τις γραμμές για το δωδεκάπετρο). (Στο δωδεκάπετρο ο ένας παίκτης είχε γλαστριά και ο άλλος πετραδάκια).

Γλίνα η : το χοίρειο λίπος.

Γλυκάδι : το ξίδι (κατ’ ευφημισμόν). Σε σπίτια στους χώρους που υπήρχε κρασί σε πιθάρια και ιδιαίτερα όσο διάστημα ο μούστος γινόταν κρασί, η λέξη «ξίδι» ήταν απαγορευμένη (ταμπού).

Γλυκοδοντιά : Η τελευταία μπουκιά από το φαγητό που την αφήνει κάποιος για να τη γευτεί τελευταία (μετά από ψωμιά, σαλάτες ή άλλα συνοδευτικά) και να του αφήσει μια ευχάριστη επίγευση. (Δεν πρόσεχα και ο έγγονας μου μου έκλεψε τη γλυκοδοντιά από τη φουρτάλια).

Γλυκούρα : Ηπιος, μαλακός καιρός τον Χειμώνα.

Γλυμπάζης : ο καχεκτικός, ο λιπόσαρκος.

Γλυμπάζω : επιθυμώ διακαώς, όπως ο πεινασμένος το φαΐ. (Είχα δύο καλούς καφάδες και επειδή όλοι τις γλυμπάζανε τις έδωσα στη μουνταρία).

Γράφια (τα) : οι απόκρημνες ακτές. («Να σε φάνε τα γράφια» ήταν κατάρα).

Γρετί (Γρετίδικο , εγρετίδικο) : κάτι πρόχειρο και προσωρινό για να αντικαταστήσει κάτι καλό και μόνιμο. Ψευτοκατασκευή. Κάτι που δείχνει για αληθινό. (Μπορείς να μπεις, το λουκέτο που φαίνεται είναι γρετίδικο).

Γρόθος : σκληρός σαν γροθιά. (Τα κουλούρια μου δεν ανεβήκανε και γινήκανε σα γρόθοι).

Γρομπαλάκι : μικρό εξόγκωμα, μικρός σγρόμπος. (Εβγαλα ένα γρομπαλάκι στο σαόνι μου).

Γρυλώνω : (έκφραση προσώπου) πνίγομαι, γουρλώνω. (Ετρωε βιαστικά να προλάβει και σε μια στιγμή γρύλωσε, παρολίγο να πνιγεί). Επίσης λέγεται σαν σωματική κατάσταση από αφυδάτωση που οφείλεται σε έλλειψη ποσίμου νερού.

Γυαλένιο : ο γυάλινος βώλος, μπίλια, γκαζάκι.

 

Δ

Δα : (σαν δεικτικό) μόριο που ακολουθεί τις λέξεις εδώ και εκεί. Δώ δα, Κει δα. Επίσης (βεβαιωτικό μόριο) ναι δα! Οπως και καλά ‘σαι δα!

Διαλεώνας : ο μεγαλύτερος γιος που μετά την προικοδότηση όλων των θυγατέρων αδελφών του, είχε δικαίωμα να διαλέξει μερίδιο από την υπόλοιπη περιουσία. Στην περίπτωση που ο μεγαλύτερος αδελφός είχε πεθάνει πριν το μοίρασμα της περιουσίας, οι απόγονοι του εάν υπήρχαν ήταν αυτοί διαλεώνες και είχαν δικαίωμα να διαλέξουν αυτοί το μερίδιο του μακαρίτη.

Διαλυστήρι : το χτένι.

Διάραχο : άδεντρη και άγονη πλαγιά βουνού ή λόφου.

Δούλα (η) : η οικιακή βοηθός, η υπηρέτρια.

Δουράφα (και Ντουράφα) (η) : η πικροδάφνη

Δραπέτης : Πολύ δυνατό ξύδι. Επίσης βλ. Τούρκος.

Δρομίδι : τρέξιμο με υπερπροσπάθεια. (Εβαλε ένα δρομίδι και όπου φύγει φύγει!).

Δροσερό : (από σεμνότητα) το αγγούρι.

Δωδάνα : Εδώ.

 

επόμενη σελίδα

 

επιστροφή