Ν Νε μπου! έκφραση απορίας και έκπληξης συνάμα. : Νε μπου, τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς; Βουρδουλάκιασες πια!. (τουρκ. bu ne: τι είναι αυτό) Νενέ : (αλβαν. nënë ) η μητέρα, η μαμά. Χρησιμοποιείτο κυρίως από άτομα που μετοίκησαν στις Στενιές από τη Βουρκωτή. Νεχυτός : οχετός. Νιτερί : το αντερί (το μαύρο ράσο που φοράει ο ιερέας το πάνω από τα ρούχα του). Νοβιτή, (πληθ.) νοβιτές και νοβιτούρες : ιδέα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Πολλά και άσκοπα λόγια για να αποφευχθεί μια συζήτηση. (Ιταλ. novità : είδηση, πληροφορία κλπ). Νοιώθω : γνωρίζω (δεν νοιώθει τίποτα από μαγείρεμα). Νταγιαντώ : υποφέρω αντέχω. (Δεν σε νταγιαντώ με τον τρόπο που μιλάς). Νταμουλάς ή νταμπλάς = εγκεφαλικό επεισόδιο συνήθως αιμορραγικό (σε άλλα μέρη έχει άλλη σημασία). Ντανεμένη : μισερή, με σωματικές ή και πνευματικές ατέλειες. Ντατζέτικο : ο φρεσκοψημένος Ελληνικός καφές. (Μη στέκεσαι έξω, πέρνα για ένα νταντζέτικο). (Σημ. έχει βρεθεί αναφορά ότι νταζέτικο σημαίνει το φρέσκο, της ώρας). Νταρνταγάνια : Τα άνω κάτω, γης Μαδιάμ. (Νταρνταγάνια τα έκαμε όταν έμαθε οτι κλέφτηκε η κόρη του). Ντεσπεράριση : η απόγνωση, η απελπισία (από τη ντεσπεράριση του έτρεμε το σαόνι και δεν καταλάβαινες τι έλεε). Ντόπιο : το ρακί. Ντουμάνι : ο καπνός (τουρκ. duman) (ο κάπασος δεν τράβαγε και το δωμάτιο, και όποτε έμπαινε φωτιά στο φουρνέλο, ντουμάνιαζε). Ντουμπί : το τύμπανο. Φωτογραφία. Ντράβαλα (τα) : ( < αγγλ. trouble) δυσκολίες, προβλήματα. (Θα έχεις ντράβαλα με τα νταλαβέρια που άνοιξες με τον γείτονα σου). Ντράλη : Ζαλάδα. (ακούγεται και σαν Ζντράλη). (Σα να με ντρανίκωσε το ρακί που ήπια σήμερα). Ντραόνα : γυναίκα άγαρμπη, χωρίς θηλυκότητα, με ανδρική συμπεριφορά. Ντριάδι : ο γκρεμός. Ντρισαής ή Τρισαΐ : η αρμπαρόριζα. Ντριτσάρω : στρίβω ώστε να έλθει (κάτι) κατάλληλα (λέγεται κυρίως στο σύρσιμο βάρκας από τη θάλασσα στη στεριά: Ντρίτσα! ώστε η βάρκα να είναι κάθετη προς την ακτογραμμή). Ντρούμι : (αγγλ. drum) μεταλλικό βαρέλι. (Για τη λάτρα έχουμε ντρούμι που βάζουμε το νερό. Για να πιούμε από σταμνί). Ντρούτσος : δυνατός, με όρεξη και ενεργητικότητα. (Ηταν άρρωστος, αλλά τώρα σκώθηκε, είναι ντρούτσος πάλι, ποιός τον αντέχει...)
Ξ Ξακρίζω : διώχνω, απομακρύνω, σταματώ τις σχέσεις, κάνω στην άκρη κάποιον. (Τον Πέτρο τονε ξάκρισε για τα κουσέλια που είπε για δαύτονε). Ξαμώνω : φοβερίζω κάποιον με κάποιο επικίνδυνο αντικείμενο ή του κάνω απειλητική χειρονομία. (Μη μου ξαμώνεις εμένα, γιατί άμα σε περιλάβω θα δεις τι έχεις να πάθεις!). Ξανοίζομαι : ξεμυαλίζομαι. (Η Αργυρώ ξανοίζεται μ’αυτά που διαβάζει σ’αυτά τα σαχλοπεριοδικά που της φέρνεις από τη Χώρα). Ξανοίω : ανοίγω, αλλά και κοιτάζω με προσοχή. (Δε ξανείς τα μάτια σου να δεις ποιον θέλει η κόρη σου;). (Τι με ξανείς: πρώτη φορά με βλέπεις με καπέλο;). Ξαντό : Αναμαλιασμενα μπερδεμένα και φουσκωμένα μαλλιά, όπως το μαλλί που το ξαίνουν στη ρόκα για να γίνει κλωστή. Κάποιος με εμφάνιση που δεν εμπνέει υγεία. (Τον είδα μετά από χρόνια, αλλά δε μου άρεσε η εμφάνιση του, ένα ξαντό έχει γίνει). Κατ' επέκταση το ίδιο και για το χαρακτήρα. (Δεν το εμπιστεύομαι αυτό το ξαντό). (Δεν μου άρεσε η νύφη, ένα ξαντό είναι). Ξεζαρώνω : παρουσιάζομαι αφήνοντας το καταφύγιο μου. (βλ. και ζαρολοώ). Ξεθαμπίζω : μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη. (Επίσης), φέρνω στην επιφάνεια κάτι που είχε σκεπαστεί ή κρυφτεί. Ξεθερμίζω : Πλένω μαγειρικά σκεύη, πιάτα , ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Ξεκενώνω : τσιμπολογώ από φαγητό, γλυκό κλπ. παρά τη ρητή απαγόρευση να μείνει απείραχτο μέχρι την παρουσίαση του. (Ξεκένωσα το μουσακά και τα άκουσα από τη γυναίκα μου). Ξεκουτρουνικό : μεγάλη νευρικότητα. Ξελάθρεμμα, ξελαθρεμμένο : αν και παιδί μου, σαν να είναι αναθρεμμένο από ξένο και όχι από εμένα, ως εκ τούτου δεν έχει την (σωστή) ανατροφή που θα του έδινα. (Γύρισε το ξελαθρεμμένο και κορόιδευε τη θεία του που φταρνίστηκε και της έφυγε η μασέλα). Ξελαμπικάρω : επανέρχομαι σε νηφάλια κατάσταση (μετά από μεθύσι, σκοτούρες κλπ.) (Κάτσε να ξελαμπικάρω πρώτα και μετά να πάω σπίτι μου, δεν τον ξέρεις τον αφέντη μου). Ξελυσσάω : γλεντάω με τόπο υπερβολικό, ξεσαλώνω. Βλέπε και κουντουρντίζω. Ξεμούχτι : η παρασιτική, χωρίς συστολή, τρόπους και όριο κατανάλωση φαγητού και μάλιστα εις βάρος κάποιου άλλου (ρήμα ξεμουχτίζω). Ξένος : αυτός που δεν έχει ένα τουλάχιστο γονιό Στενιώτη. (Δε με νοιάζει αν είναι από τα Λάμυρα ή απ’ την Αργεντίνα, για μένα ξένος είναι). Ξεντεριάζω : χαλάω ένα αντικείμενο διαλύοντας το, προξενώντας του ανεπανόρθωτη βλάβη (έλυσε τη μηχανή της βάρκας χωρίς να ξέρει και τη ξεντέριασε). Ξεπροβάρω : εμφανίζομαι (από το ρ. ξεπροβάλλω). Ξερομαχώ : αφυδατώνω, στεγνώνω. Ξεροντρυγιά (η) αλλά και ξεροντουριά: Βουτιά στη θάλασσα από ψηλά, με τα πόδια. Η βουτιά με το κεφάλι λέγεται κεφαλιά. Ξεστελιώνω : χαζολογώ, περιφέρομαι άσκοπα με αποτέλεσμα να μη πηγαίνω έγκαιρα ή και καθόλου στον προορισμό μου. (Από το πολύ ξεστέλιωμα, οι μαθητές από τα γύρω χωριά συνήθως χάνανε την πρώτη ώρα στο Γυμνάσιο). Ξεστουπιάζομαι : Ανατριχιάζω. Ξετραχηλώνω : ξεχειλώνω. (Φόρεσε το πλεχτό της μικρής της αδελφής και το ξετραχήλωσε). Από τον ναυτικό όρο «τραχήλωσις» (γαλ. capelage) που σημαίνει τη διαδικασία που ένας ιστός ιστιοφόρου πλοίου περιβάλλεται στο πάνω μέρος του με σχοινιά που καταλήγουν στο κήτος του πλοίου για στερέωση. Ξεχαλικώνω : αφαιρώ μικρή χαλαρή πέτρα από τοίχο, παραβολή κλπ. (βλ. χαλικώνω). Ξεφλεΐζω ή Ξεφλεβίζω : (αναφέρεται για νερό) βγαίνω με φυσικό τρόπο και με αργή ροή από τοίχο, πλαγιά βουνού, λόφου κλπ. (Από τις πολλές βροχές του χειμώνα ξεφλέισε ο τοίχος στο θεμέλιο του σπιτιού μου). Ξεφορτωσίδια : (σαν προστακτική) Φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου. (Εδώ βρήκατε να παίξετε μεσημεριάτικα; για ξεφορτωσίδια!). Ξεφουνταριάστηκα : αναστατώθηκα υπερβολικά. Ξεχύνω : αδυνατίζω. (Η νηστεία καλό της έκαμε. Ξέχυσε κομμάτι). Ξιπάζομαι : Αντιδρώ στο φόβο, τρομάζω, με σύσπαση του σώματος, τίναγμα της κεφαλής προς τα πίσω, διάπλατο άνοιγμα των ματιών. (Ισως απλοποιημένη γραφή από ξυπάζω < ἐκσυσπάζω < αρχαία ελληνική ἐκσυσπάω / ἐκσυσπῶ < ἐκ + συσπάω / συσπῶ). (Καθόμουνα στην αυλή και ξαφνικά τον είδα μπροστά μου. Ξιπάστηκα!) Ο Ολούρμου : αν είναι δυνατόν! είσαι καλά; (τουρκ. olur mu : είναι εντάξει; είναι δυνατόν; πας καλά; γίνονται αυτά που λες;). Οργιοστόλιστη : (ειρωνικός χαρακτηρισμός) Υπερβολικά στολισμένη (με κοσμήματα ή και εκκεντρικά εξαρτήματα της ένδυσης - καπέλα, τσάντες, παπούτσια κλπ.). (Τι φαντασία κι’ αυτή, και στο χασαπιό να πάει, οργιοστόλιστη!). Ορδινιά (ή ορντινιά) : Γλυκά (παντεσπάνια, παστίτσες, κουραμπιέδες κλπ) που έστελναν στους γάμους οι καλεσμένοι (που κουβαλούσαν εγκαίρως και σε χαρούμενη πομπή παιδιά) για να συνεισφέρουν στο κέρασμα που κανονικά ήταν υποχρέωση των νεονύμφων. Η πράξη αυτή είχε και το νόημα της απαλλαγής των οικογενειών των νεονύμφων από το μπελά του κουβαλήματος των γλυκών από τη Χώρα. Ορνίζω : Επικονιάζω συκές με ορνούς. (φτιάξαμε κολλαΐνες με ορνούς και μετά ορνίσαμε τις συκιές μας) Ορνιθοτυφλιά : Στραβομάρα. Κυρίως όταν είναι κάτι εμφανές και κάποιος δεν το βλέπει. (Ορνιθοτυφλιά έχεις; δε βλέπεις μπροστά σου;). (η λέξη προέρχεται από ασθένεια των πουλερικών) Μεταφορικά όταν αρνούμαστε συνειδητά να παραδεχτούμε κάτι προφανές. Ορθοκλώσσι : το να στέκεσαι όρθιος ενώ δεν υπάρχει λόγος. (Κάτσε κάτω, ορθοκλώσσι έχεις;). Οροξη : (< όρεξη) η καλή διάθεση. (Δεν έχω όροξη ν’ ακούω τις ζαβάδες σου). Ορτή : (λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει μεγάλη ομοιότητα). Σα να βλέπω τον πάππου του, ορτή! Οτι : (με την έννοια του μόλις). (Οτι ήρθε ο Νικολός, έκοψε και η βροχή). Ούριος : οκνός, νυσταγμένος, χωρίς ζωντάνια ή δροσιά. (Βάλε το παιδί να κοιμηθεί, δε βλέπεις πως είναι ούριο;). (Επίσης: το νερό είναι ούριο : το νερό (που θα έπινε κάποιος) αντί να είναι δροσερό, είναι χλιαρό). Οχλαβοή : οχλοβοή.
Π Παγδατί : (τουρκ. bağdadi) χώρισμα σε οικοδομή που αποτελείται από παράλληλες ξύλινες ράβδους σοβαντισμένες. Ο τρόπος αυτής της κατασκευής ήταν συνηθισμένος σαν διαχωριστικό μεταξύ τραβάκας και δωματίων. Το σουβαντισμένο ταβάνι μπορούσε να ζωγραφιστεί με διακοσμητικά σχέδια. (Πρόσεξε όταν θα μπεις στην τραβάκα να πατάς στα κυπαρρίσια και όχι στο παγδατί, δε θα σε σηκώσει...). Παγκάλι : χαμηλός τοίχος, το πολύ μέχρι μισό μέτρο ύψος με επίπεδο το πάνω μέρος, πού χώριζε δύο χώρους. Το παγκάλι χρησίμευε και σαν κάθισμα σε πλατείες, το σχολείο, στις εκκλησίες, τα σπίτια κλπ. Παιζογλαντίζω : παίζω κάνοντας άθελα μου φασαρία που μάλλον ενοχλεί τους περίοικους. (Τα φαούδια παιζογλαντίζανε μέχρι αργά, αδύνατο να κλείσω μάτι). Παιχνίδια (τα) : Οργανοπαίκτες με τα μουσικά τους όργανα (βιολί - σαντούρι). (Λεγόταν και ζυγιά, επειδή συνήθως ήταν δύο). (Στους αρραβώνες της κόρης μου θα φωνάξω τα καλύτερα παιχνίδια). Παλιάσα : μονάδα όγκου που αντιστοιχούσε σε όγκο μούστου βάρους 10 οκάδων. Με παλιάσες μετρούσαν την ποσότητα του μούστου μετά το πάτημα των σταφυλιών. Δεν χρησιμοποιούταν για μέτρηση όγκου ή βάρους άλλου υγρού. Επίσης το σκεύος (με σχήμα όπως ένα αρμεόνι) που χρησιμοποιούταν για το σκοπό αυτό. Υπήρχαν και σκεύη με τη μισή χωρητικότητα πιο πρακτικά στη χρήση, τα λεγόμενα μισοπάλιασα. Ενώ ο όγκος νερού βάρους 10 οκάδων είναι περίπου12,83 λίτρα, ο όγκος μιας παλιάσας, ανάλογα με την πυκνότητα του μούστου ποικίλει. Το ειδικό βάρος του μούστου είναι συνήθως μεταξύ 1,08 - 1,10 gr/cm3 και σε λιασμένα σταφύλια, ακόμη μεγαλύτερο. Ετσι ο όγκος του σκεύους μια παλιάσας ήταν ενδεικτικός και χρησιμοποιούταν από τον ιδιοκτήτη της περισσότερο για να έχει μια ιδέα του μεγέθους της παραγωγής του. (Φέτος που ήταν καλή χρονιά έκανα ογδόντα παλιάσες, ενώ πέρυσι μόνε εξηνταπέντε). Πανιστής : ραβδί με κουρέλι στην άκρη που το μουσκεύανε για να σκουπίσει εντελώς τις στάχτες από το δάπεδο ενός ξυλόφουρνου. Πανταπάω : προχωρώ με δυσκολία, κυρίως επί ασθενών ή ηλικιωμένων. Παντρεύω : (σκωπτικά) σπάω κατά λάθος εύθραυστο αντικείμενο. Κουβάλαγε μια νταμεζάνα κρασί για το γιαλό, αλλά στην Αγία Φωτεινή, δεν υπολόγισε τη στενή πόρτα, και εκεί την πάντρεψε... Πανώγραμμα : η σύσταση (διεύθυνση του παραλήπτη) στο κάλυμμα βαλίτσας, κοφινιού, καλαθιού κλπ. που επρόκειτο να μεταφερθεί με δημόσια μέσα. Παππούδα : σκελίδα, αλλά και ο σπόρος στα ψυχανθή. (Μασώ δυο παππούδες σκόρδο και έτσι ρίχνω την πίεση). (Το κάθε λουβί από τα κουκιά έχει ίσαμε δέκα παππούδες). Παραβολή : Πέτρινος τοίχος κάτω από μασά, δρόμο κλπ. χωρίς κονίαμα μεταξύ των πετρών. Χρησιμοποιείται για να οριζοντιωθεί επικλινές έδαφος. (Αμα ξανασηκώσεις παραβολή που έπεσενε, οι πέτρες της δε σε φτάνουνε). Φωτογραφία. Παραγούρι : ενέδρα, (κάναμε παραγούρι νυχτιάτικα στα σπουργίτια στον πλάτανο της πλατείας) Παρακαθίζω : κρυφακούω. Παρακαιρός : άσχημος καιρός. Παραστημός και παραγλυμός : Τα δύο άκρα της μασάς. Παραστημός λέγεται αυτό που είναι προς τα έξω και παραλυγμός αυτό που είναι προς τα μέσα, στη ρίζα του τοίχου. Στα αμπέλια τα κλήματα τα φυτεύανε κυρίως στον παραγλυμό με τις ρίζες τους κάτω από την ανώτερη μασά, ώστε να μαζεύουν την υγρασία της. Παρασυνεικάζω : υποθέτω ή φαντάζομαι λανθασμένα. Πασσάλι : μικρός πάσσαλος. Συνηθέστερη χρήση, για να δένουν ζώα στο χώρο της βοσκής. Παστούρα : σχοινί που χρησιμοποιείται (δένοντας σε κοντινή απόσταση ένα εμπρός με το αντίστοιχο πίσω πόδι) για τον περιορισμό της κινητικότητας κατσίκας . Επίσης η τρικλοποδιά. (του έβαλε στη μπάλα παστούρα και τον σακάτεψε). Πατέλα η : Κοκκινίλα (ενδεχομένως και άλλη απόχρωση) στο δέρμα, κυκλικού συνήθως σχήματος και διαμέτρου λίγων εκατοστών. Πατωτή : η καταβύθιση στη θάλασσα κάποιου από κάποιον άλλο με σπρώξιμο των ώμων του θύματος από πάνω προς τα κάτω, χάριν αστεϊσμού. (Του έκανε πατωτή ο αχάβαδος και παρ’ ολίγο να τον πνίξει.) Παφέτα : κορίτσι. (ενίοτε σαν λέξη θαυμασμού για παχουλό και μεγάλο μωρό κοριτσάκι.). (Η κουτρούλα η Μαριώ, ήκαμε ένα γιο τσε τρεις παφέτες). Πάφιλος : πανάλαφρος. (Από την ονομασία πολύ λεπτού ορειχάλκινου ελάσματος που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς λόγους). (Της πήρε για τον αρραβώνα ένα βραχιόλι, νε μπου, πάφιλο ήτανε). Πάχτος (Πάκτος) το : (βοριοϊταλ. pacto : η συμφωνία) ενοίκιο εις είδος από κολλήγα προς τον ιδιοκτήτη. (Το πάχτος για το χωράφι είναι εφτά πλεξάνες κρομμύδια το χρόνο). Πεικάζω : (συναντάται κυρίως στον αόριστο χρόνο) υπολογίζω λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάτι. (Οτι θα ‘ρχονταν έτσι τα πράμματα θυατέρα, εγώ δεν το πείκασα)... (Λέξη αρχαία, επεικάζω, σημαίνει εικάζω συγκρίνοντας. "ως επεικάσαι πάθη πάρεστι", ως δύναται κανείς να εικάσει συγκρίνοντας τα παθήματα των άλλων, Αισχύλου Χοηφόρες, Liddel and Scott, τόμος 2). Πελάντζα : δεκαπλασιαστική ζυγαριά χειρός με δίσκο. Πελεκανιά : εκεί που πελεκάνε τις πέτρες, λατομείο. Πενταπόλι : (επίρρ.) Διάπλατα. (ανοίγω πενταπόλι τα παράθυρα ή τις πόρτες : τα ανοίγω διάπλατα) Πενταπολώ : ανοίγω διάπλατα, ανοίγω τελείως. Πενταπόλησε η μήτρα της (έκφραση επί ακατάσχετης αιμορραγίας). Οπως και πενταπόλισε η μύτη του. Πέρα : (όταν πρόκειται για προορισμό ταξιδιού) Ο Πειραιάς ή η Ραφήνα αναλόγως. Η εκφραση «Πάω Πέρα από μέσα» : πάω στον Πειραιά μέσω Λιμανιού Χώρας. Η εκφραση «Πάω Πέρα απ’ έξω» αλλά και «Πάω Πέρα από πίσω» : Πάω Ραφήνα μέσω Γαυρίου (ενίοτε και μέσω Μπατσιού). Περγέλιο : το σκωπτικό παρατσούκλι. Περεχώ : περιχύνω. Περικάλια : η (εκκλησιαστική) παράκληση. Περιφάνι : (βλ. εκφράσεις). Πεσκέσι : Δώρο. (Οταν αρραβωνιάστηκε η Ζάννα, ο θείος της ο Νικολός της έστειλε πεσκέσι μια τεράστια κούπα με άσπρο γλυκό που είχε φτιάξει ο ίδιος). Πεσκίρι : Προσόψι, πετσέτα. (τουρκική peşkir < περσική پیشگیر (pišgir, πετσέτα). Πίβουλος : επίφοβος. (Ο καιρός είναι πίβουλος, κάτσε μέσα καλύτερα). Πίζηλη ή Πίζουλη : επίφοβος, ευαίσθητη. (Ξανοίχτηκε με τα έξοδα, η κατάσταση του πια είναι πίζηλη). (Παρόλο που η λέξη πρέπει να προέρχεται από τη λέξη επίζηλος, δεν έχει αυτή την έννοια) Πιλατεύω : Βασανίζω, ταλαιπωρώ. (Δε φαντάζεσαι το πόσο πιλατεύτηκα να βγάλω τη σύνταξη του άντρα μου). Πινακοπλύτης : πετσετάκι συνήθως πλεχτό στο χέρι, για το πλύσιμο των πιάτων και των κουζινικών. Φωτογραφία Πινώμι : Πεσκίρι στον ώμο για να διευκολύνεται η μεταφορά σταμνιού ή παρεμφερούς αντικειμένου. Πίσικας : σκουλικάκι που βγαίνει σε μουρτιασμένο ντόπιο τυρί. Πιστιά : είναι το σκοινί που είναι τυλιγμένο με ύφασμα (για να μην ενοχλείται το ζώο γιατί περνάει κάτω από την ουρά του), ώστε να συγκρατείται το σαμάρι και να μην κυλάει προς τα εμπρός. Πιτακωμένος : ο δυσκοίλιος. Πιτακώνω : κάνω πίτα, άρα στριμώχνω, (πιτάκωσε το μάσκουλο). Επίσης, πιέζω την κοιλιά μου για να μπορέσω να αφοδεύσω. (Πιτάκωσε να τα κάνεις, ειδ' άλλως έχει καθάρσιο). Πιτακωτήρι : Σιδερένιο κυλινδρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη γόμωση του μάσκουλου. Φωτογραφία. Πιτίμια (τα) : βλ. Μπιτίμια. Πιτσικάρω : (σε μεταλλικά αντικείμενα) Ραγίζω, σκίζομαι λόγω πίεσης. Πλαντάμι : το φαγητό για κάποιον που δεν το αξίζει. (Δεν λες "ελάτε την Κυριακή το μεσημέρι να πλανταμώσετε μαζί μας"). Πλανταμώνω : (με την παραπάνω έννοια) τρώγω. Πλαντάμωσε : Φάε (Προστακτική) ή έφαγε (Αόριστος). Πλαστήρας ή πλαστήρα : Μεγάλο (π.χ. 60 x 90cm) επίπεδο ξύλο για εργασίες μαγειρικής (κόψιμο κρεάτων στα χοιροσφάγια) ή ζαχαροπλαστικής (παρασκευή παστελιού). Το πλαστήρι ή πλαστηράκι είναι μικρότερο επίπεδο ξύλο (π.χ. 15 x 30cm) για κοπή κρεάτων, λαχανικών βάση για να ακουμπήσουν ζεστά κουζινικά σκεύη κλπ. Πλάτουλας : η κοτόψειρα. (Παίζοντας κρυφτό, μπήκε στην κάθηκα της Μαριγώς και γέμισε πλατούλοι.). Πλεξάνα (και πλεξάνια) : η πλεξούδα. Πολλαταέταινα : (από την έκφραση ¨εις πολλά τα έτη¨ που σχετίζεται με βασιλείς κλπ.), η σε υπερβολικό βαθμό στολισμένη γυναίκα. Πολυσποδίζω : μακροημερεύω. (Δεν ταιριάζουν. Αυτός ο αρραβώνας δε θα πολυσποδίσει). Ποντιάζω : πουντιάζω, παθαίνω ψύξη. Πόστα (η) : μονάδα μέτρησης διχτυών για ψάρεμα. 30 οργιές. Πολλαπλάσιο της το τσόλι που ισούταν με τρεις πόστες. Πόστα : (βλ. εκφράσεις). Ποταμοπλυσά : κυρ. Νερό καταιγίδας ή έντονης βροχόπτωσης που κατεβαίνει ορμητικά και παράλληλα ξεπλένει τα ρέματα. μεταφ. Αφθονία (ιδίως επί υγρών). (Εκαμα κρασί φέτος ποταμοπλυσά). Ποταμόσυκο : το σύκο με τη μαύρη φλούδα. Ποτέ : εκτός της συνήθους έννοιας, σημαίνει και συγγένεια ή σχέση με αποβιώσαντα. Κατίγκω ποτέ Μιχ. Μπίστη εννοεί την Κατίγκω χήρα του Μιχ. Μπίστη. Ποτέ Δημητρίου Κυρτάτα εννοεί (σε κάποιο Μητρώο) την θυγατέρα του Δημητρίου Κυρτάτα χωρίς να αναφέρει το όνομα της. Για να δείτε τις εγγραφές αυτές, πατήστε εδώ (εγγραφή #19) και εδώ (πρώτη εγγραφή στο έτος 1838, δεύτερη εγγραφή στο έτος 1859). Πότο : δοχείο (αγγλ. pot) συνήθως από μπογιά ή παρόμοια συσκευασία. (Γέμισε το πότο με νερό και πότισε τις γλάστρες, γιατί θα ξεραθούν τα λουλούδια). Πούβετα : πουθενά (αόριστα). (Ψάχνω για τα γυαλιά μου, δεν είναι πούβετα). Πουλί, Πουλάκι : σαν ζαρζαβατικό, είναι ο ανθός του κολοκυθιού ή της λυριάς. Πούλος : ο «καρπός» της καλαμποκιάς, το αραποσίτι. Φωτογραφία. Πούντα : Κρύωμα (άρπαξα μια πούντα, κόντεψα να πεθάνω). Ακρωτήριο (ισπαν. punta) (Στην πούντα κοντά στον Αντώνιο βγαίνουν οι πιο νόστιμες χαλικωτές). Πράτικος : (από τη λέξη pratique : ελευθεροκοινωνία) αυτός που (έχοντας το δικαίωμα της ελευθεροκοινωνίας) γνωρίζει καλά την περιοχή. (Ρωτάς το Γιάννη που είναι το αμπέλι μου; αυτός είναι πράτικος εδώ). Πράττω ή πράζω: διδάσκω καλούς τρόπους με το καλό ή με το ζόρι. (Θα σε πράξω εγώ, να μάθεις να σέβεσαι τις μεγαλύτεροι). Πραγμένος και καλοπραγμένος αυτός που έχει καλούς τρόπους. Πρεμάζωμα το : βαρύς χαρακτηρισμός, αυτός ο οποίος έγινε μέλος μιας οικογένειας η οποία τον δέχτηκε, αλλά τελικά αποδείχτηκε ανάξιος αυτής της πράξης. Πρεμούρα : βιασύνη. Πριλάντι : το μπριγιάν. (Οταν του έκανε την κόρη, της πήρε δώρο σκουλαρίκια με πριλάντια). (Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ένα χρώμα είναι καθαρό). (Για δες κρασί, πριλάντι!). (Χαρακτηρισμός ατόμου με ακεραιότητα). (Αληθινό πριλάντι ο Αχιλλέας). Πριστός : το άγουρο σύκο. Επίσης και Λίθι! Προβάρω : Εμφανίζομαι. (εμφανίζεται και ως ξεπροβάρω). (από το «προβάλλω») (Θα ανοίξεις τη μπουρμουλήθρα στη χαβούζα όταν ο ήλιος προβάρει πάνω από την Αγία Τριάδα). ( Με το που πιάσαμε κουβέντα για το Γιακουμή που αργούσε, νάτος, ξεπροβάρισε και αυτός). Πρόγραμμα : (και) το αγγελτήριο για κηδεία ή μνημόσυνο που πληροφορούσε τον τόπο και τον χρόνο της σχετικής τελετής. Συντάσσεται συνήθως στον πληθυντικό. (Να πας να δεις τα προγράμματα για το πότε είναι η κηδεία). Πως : (στο τέλος μιας πρότασης) έχει την έννοια του «αντιθέτως», «κάθε άλλο». (Μυαλό δεν έχει! πήγε και πήρε μια ψώφια και να πεις ότι είναι καλή ή όμορφη, πως). (Ναι, πως : ειρωνική απάντηση αντί του όχι).
Ρ Ραγάνι : δυνατή βροχή που συνοδεύεται από αέρα. Ανεμόβροχο. (Bενετσιάνικη λέξη uragan που σημαίνει καταιγίδα). Ρέγουλα : (μεσαιων. ρέγουλα < λατ. regula) η τάξη, το μέτρο (Το αλάτι με ρέγουλα στα χοιρνά, ούτε λίγο να μουχλιάσουν, μήτε πολύ να γίνουν λύσσα). Ρεμέντιο : (ιταλ. rimedio : η θεραπεία) το γιατροσόφι. Ρένιο : ανοιχτό μέρος. (Πως να ζεσταθεί αυτό το ρένιο με ένα μαγκάλι; υπονοεί ότι το δωμάτιο είναι τόσο μεγάλο και κρύο σαν ένα ανοιχτό μέρος). Ρεσπέντζα : παρακούζινο, μικρή βοηθητική κουζίνα για παρασκευή μικρογευμάτων και καφέ τις ώρες πού η κύρια κουζίνα είναι κλειστή. Ρεσπέτο : αμοιβό αντικείμενο, ανταλλακτικό. Κάτι το οποίο φυλάγω παράμερα για περίπτωση ανάγκης. (Μπλέχτηκε η καθετή σε γκρέμνα, αλλά ευτυχώς είχα αγκίστρια και βολιά ρεσπέτα και έτσι έκαμα τη δουλειά μου). (από την ισπανική λέξη “de repuesto” εφεδρικό. Ισως από την ιταλική λέξη rispetto που εκτός από τον σεβασμό σε άνθρωπο, σημαίνει και σέβομαι, κρατώ απαραιτήτως κάτι για ώρα ανάγκης. Δεν το εξαντλώ. Δεν περνώ τα όρια). Ρίφι : το ερίφιο. Ρουμάνι : Χτήμα ή περιοχή ιδιαίτερα δύσβατη λόγω θάμνων, βάτων, ασπαρτιών κλπ η οποία έγινε έτσι λόγω εγκατάλειψης. (Ο Σταμάτης παράτησε το χτήμα του και αυτό του ρουμάνιασε (έγινε ρουμάνι )). Ρουφιός : ο ροφός. (βλ. και εκφράσεις).
|
|
Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις
Το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας προήλθε από τη συνεργασία φίλων του ιστότοπου www.steniotes.gr σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαντική είναι η προσφορά του φίλου του ιστότοπου Νίκου Βασιλόπουλου, αρχιτέκτονα ερευνητή, σε λέξεις ιταλικής και ιδιαίτερα ενετικής προέλευσης. Ολες οι λέξεις έχουν διασταυρωθεί και ελεγθεί από παλαιούς Στενιώτες. Ορισμένες λέξεις απαντώνται και εκτός Στενιών. Εχουν καταγραφεί διότι χρησιμοποιούνται από τους Στενιώτες αποκλειστικά αντί άλλων καθιερωμένων λέξεων που είναι πανελληνίως γνωστές. Στα παραδείγματα ακολουθείται η Στενιώτικη σύνταξη. Οι υπογραμμισμένες λέξεις στα παραδείγματα υπάρχουν στο γλωσσάρι.
Σελίδα 1: Α - Δ Σελίδα 2: Ε - Κ Σελίδα 3: Λ - Μ Σελίδα 4: Ν - Ρ Σελίδα 5: Σ - Τ Σελίδα 6: Υ - Ω Σελίδα 7: Εκφράσεις
Ο φίλος του ιστότοπου κος Γιώργος Λαλαίος μας ενημέρωσε για τα παρακάτω ντοκουμέντα και μας ενημέρωσε για τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους τους. Μπορείτε να διαβάσετε το έργο του ιστορικού Δημητρίου Π. Πασχάλη «Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Ανδρω λαλιάς» πατώντας εδώ. Μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη του Ανδριώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Κ. Βογιατζίδη «Γλώσσα και Λαογραφία της νήσου Ανδρου» πατώντας εδώ.
|