Λ Λαιμά (τα) : ο λαιμός. (μην πίνεις παγωμένα νερά, θα πάθουν τα λαιμά σου). Λάινο : το ελαιόδεντρο. (αρχ. ελάινος, αυτός που προέρχεται ή είναι φτιαγμένος από ελιά, π.χ. ελάινο στεφάνι). Λάλησα : εξεπλάγην. Λαλώ : από τη σαστιμάρα μου λέγω ασυναρτησίες. (Αν τα διαβάσει κάποιος ξένος θα λαλήσει). Λάμνα (η) : ταινία των εντέρων. Λαμπριάτης : Το φαγητό που παραδοσιακά μαγειρεύεται στις Στενιές τη Λαμπρή. (Για να διαβάσετε για το φαγητό αυτό πατήστε εδώ). (εκτός από το παραδοσιακό έδεσμα του Πάσχα) το νεογέννητο κατσίκι, εάν είχε την ατυχία να γεννηθεί Γενάρη-Φλεβάρη. Ο λόγος προφανής, καίτοι κυνικός. Σπανίως και ο αγαπητικός ή η αγαπητικιά που αποκτήθηκε κατά τις μέρες του Πάσχα. Λαός : ο λαγός. Λαούμι : η σήραγγα. (Ο έτουλας σκάβει λαούμι για νάμπει στην κάθηκα). Λαουσάντες (ο) : Χαρακτηρισμός ψηλού και λεπτού άνδρα, επίσης επαινετικός χαρακτηρισμός ευμεγέθους ανδρικού μορίου. (Παραφθορά από τις ισπ. λέξεις Leño Sànte - Αγιος Κορμός Ξύλου και στα Ελληνικά αγιόξυλο, είδος τροπικού πολύ σκληρού ξύλου. Με αυτό έφτιαχναν υδρολιπαινόμενα κουζινέτα για τον άξονα της προπέλας. Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στο γεγονός ότι η μορφή στην οποία ερχόταν το αγιόξυλο ήταν επιμήκη λεπτά ραβδιά). Λάπαθας : (από το λάπαθο, είδος χόρτου) κακή εμφάνιση εξ αιτίας τσαλακωμένων ρούχων (δεν είναι ώρα που σιδέρωσα τα ρούχα σου, σα λάπαθας έγινες) Λαπαθιάστηκα, : τσαλακώθηκα. Λαπάντες : Καθαρός, απαστράπτων. (Τον έπλυνε καλά και από ’κεί που ήταν μες τη βρώμα έγινε λαπάντες) Λάργα : (επίρρ.) Μακριά! Πάρε δρόμο! Απομακρύνσου! (ιταλική alla larga < largo < λατινική largus). Λεβάρω : (ιταλ. levare) Τραβώ και σέρνω. (αντίθ. μολάρω). (Λεβάρισε την άγκυρα να σκωθούμε να φύγουμε). Λεμπίνι : το λούπινο. Λέπουρας : ο λαγός. Λευκαίνω : (εκτός από τη συνήθη έννοια) ξεπικρίζω. (Χρησιμοποιείται και η λέξη «ασπρίζω») Λιάδα : (βλ. εκφράσεις). Λιανγκόρδια : είναι ορεσίβιοι γείτονες των Στενιωτών που η μοίρα τους πάγωσε το χρόνο και έχουνε μείνει πολύ πίσω. (Οπως γκρέθι, κακάβι). (Το λιαγκόρδι δεν το προκάμεις. Τρέχει σαν τον λέπουρα). Λιασά (η) : ένας χώρος του αμπελιού που είχε καθαριστεί επιμελώς και είχε στρωθεί με ξερά χόρτα για να λιαστούν τα σταφύλια μετά τον τρύγο και πριν το πάτημα. Φωτογραφία Λιγκούνι : φθείρα του εφηβαίου. (Απαντάται και σαν κοτόμπα). Λίθι : το άγουρο σύκο. Επίσης και Πριστός! Λιλάδι : μικρά στρογγυλεμένα βότσαλα της παραλίας, που χρησιμοποιούνταν κακώς, όπως το χαλίκι, για κατασκευή σκυροκονιάματος (μπετόν). Ετυμολογικά στη δωρική το όνομα Λας σημαίνει πέτρα. Από το Λας, υποκορ. Λαδίον (ώς από το Δάς Δαδίον), και με διπλασιασμόν της αρχικής συλλαβής Λιλάδιον. Λιλιγκιά : σέρσεγκας ή σφήκα κηφήνας ή σφήκα μεγάλη (vespa crabro) . Λιμάζω : Λιμοκτονώ, επιθυμώ διακαώς κάτι, όπως ο πεινασμένος το φαΐ. (Ο Φραέσκος λιμάζει τα παιχνίδια του Ηρακλή). Λιμασμένος : Αυτός που λιμοκτονεί, (χλευαστικά) αυτός που παριστάνει τον πλούσιο. (Προσπαθεί να μπει στην παρέα τους, αλλά αυτοί ξέρουνε πως είναι ένας λιμασμένος). Λίσβος ή Λίσγος : μυτερό φτυάρι σχήματος αντεστραμμένου Δ. Το πατόφτυαρο. Λοξίκα (η) : στενό, σφηνοειδούς μορφής, άνοιγμα σε τοίχο, για εξαερισμό σε αποθήκες. Λουγκάτης : λέξη που χρησιμοποιούν οι αρβανίτες για τον βρικόλακα. Αρβανίτης βουρδούλακας. Λούζα : αλαντικό από τις μπριζόλες ή το ψαρονέφρι του χοίρου. Λουλού : Σφύρα ιδιαίτερου βάρους (20 - 25 κιλών) που μόνο μερικοί άνδρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Η κλιμάκωση αρχίζει από το σφυρί, περνάει στη βαριοπούλα, τη βαριά και καταλήγει στη λουλού. (Αυτή τη λουλού μόνε ο Κρικρής μπορούσε να την κουμαντάρει). Λούμπαρδος : ο παχύς. Λουμπούτι : ό ξυλοδαρμός. (lobut τουρκ. το ρόπαλο). Λούπος : ο λύκος. (Είμαι ενενήντα χρονώ, αμά έχω το αυτί του λούπου). Κατ’ επέκταση ο πονηρός Λούρδα : η αθυρόστομη και αγενής γυναίκα. Λουτσούνι : κατασκεύασμα από γύψο, μαλλί (ή μπαμπάκι) και γάλα, ανακατεμένα όλα μαζί σαν πάστα, με το οποίο κολλούσαν την ξύλινη κάνουλα στο πήλινο πιθάρι. Οταν το υλικό αυτό στέγνωνε, γινόταν πολύ σκληρό, ανθεκτικό και αδιάβροχο. Αλλη συνταγή περιελάμβανε ασβέστη άσβηστο, ασπράδι αυγού και βαμβάκι. Λουφάνια : Ρόδια καλής ποιότητας. Λοχού : η λεχώνα. Λύλιρη, Δερματική πάθηση, είδος εξανθήματος. Λυλιρίζω : κοκκινίζει το δέρμα μου, από ασθένεια ή υπερβολική έκθεση στον ήλιο (Πάντα λυλίριζα στο πρώτο μου μπάνιο, δεν έκλεινα μάτι το βράδυ από το τσούξιμο και τις πόνοι). Λύσσα : (χαρακτηρισμός φαγητού) το υπερβολικά αλατισμένο . (Οι κεφτέδες είναι λύσσα, το παράκανες με το αλάτι). (αντίθ. σαχλό : το ανάλατο). Λωβός, Λώβα, Λωβιάρης, Λωβιασμένος, : (Λώβα = αρχ. η λέπρα) αυτός που είναι και φαίνεται άρρωστος και από νευρικότητα συμπεριφέρεται σαν τρελός. Λωλόπηχτος : (χαρακτηρισμός φαγητού) Ουτε αραιό ούτε πηχτό. Λωλοχωμένος : Χωμένος στο νερό / λάδι / σιρόπι αλλά όχι εντελώς καλυμμένος. (Εκφραση στο μαγείρεμα). Ενδιάμεση κατάσταση: "με το πλύσιμο του" - "λωλοχωμένος" - "βραστός".
Μ Μαγαζί : (εκτός από τη συνήθη έννοια) δωμάτιο που χρησιμεύει σαν αποθηκευτικός χώρος π.χ. στα βαπόρια το συνεργείο ή η αποθήκη του λοστρόμου, αποθήκη για να φυλάγει κάποιος εργαλεία, ή σύνεργα ψαρέματος. (Το μαγαζί που φύλαγε τα δίχτυα του ο καπταΓιαννούλης ήταν κάτω από την αυλή του καφενείου του Ρούσσου). Μαγκάρισε : (απαντάται στον αόριστο) (αναφέρεται στον άνεμο) εξασθένισε, κατούμισε, καταλάγιασε. (Επιτέλους το μελτέμι μαγκάρισε, να πάμε κανένα ψάρεμα). Μαδητό : κυριολεκτικό ή μεταφορικό μάδημα (ξερίζωμα των τριχών) της κεφαλή ατόμου από το ίδιο, οφειλόμενο σε υπερβολική σύγχυση, στεναχώρια κλπ. (Οταν άκουσαν ότι χάλασε ο αρραβώνας της κόρης τους, αρχίσανε οι κατάρες και το μαδητό ). Μαϊτζέβελο : Εύχρηστο, βολικό εργαλείο. Μεταφορικά για ανθρώπους, ο καλόβολος. Μακελίνη : Πρόχειρη πόρτα σε εμπατή σε κτήμα. Κυρίως για να περιορίζει τη διέλευση ζώων. Οι άνθρωποι μπορούν να την ανοίξουν εύκολα. Δε έχει κλειδαριά η αλυσίδα, αλλά κάποιο απλό σύστημα ασφάλισης. Συνηθισμένες μακελίνες ήταν από κεφαλάρια σιδερένιων κρεβατιών. Μαλιχουλές ή μαλικουλές : σαβούρα, άχρηστα πράγματα που κανονικά θα έπρεπε να έχουν πεταχτεί, αλλά που από αδιαφορία μάλλον πιάνουν τόπο. (Να ξεφορτωθείς το μαλιχουλέ στο δωμάτιο σου, δεν μπορεί να μπει άνθρωπος μέσα). Μαλλιοκομμένη : αυτή που έχει άσχημο δέρμα (από πείνα, κακουχίες, αρρώστιες κλπ) όπως ένα μάλλινο πλεκτό που το έχει φάει ο σκώρος και η επιφάνεια του δεν είναι στρωτή. (Ισως και πιθανότερο η λέξη "μαλλιοκομμενη", να ετυμολογείται από την Ιταλική λέξη malato : άρρωστος). Μανίτης : (αρχ. αμανίτης), το μανιτάρι. Μαντακιασμένος : ζαρωμένος, άρρωστος. Μαξιλαρομάνα : μαξιλάρι με σχήμα κυλινδρικό και μήκος όσο το πλάτος του κρεβατιού. Μαξούλι : (< τουρκική mahsul < αραβική محصول mahsūl, "συγκομιδή") η σοδειά, η συγκομιδή. Μαουλίκα η : η μαντήλα που καλύπτει μαλλιά και μάγουλα. Τετράγωνο ύφασμα, διπλωμένο κατά μία διαγώνιο. Δένεται κάτω από το πηγούνι. Για την προστασία των μάγουλων από το κρύο αλλά και για να κρύβει τα απεριποίητα μαλλιά. Μασά ή Εμασά ήΑιμασά : η αναβαθμίδα σε επικλινές χωράφι, οριζόντια διαμόρφωση πλαγιάς βουνού, ή λόφου, ώστε να είναι κατάλληλη για καλλιέργεια. Για τη δημιουργία μασάς απαιτείται η ανέγερση παραβολής. (Το αμπέλι μου έχει οκτώ μασές). (κατά τον αρχιτέκτονα ερευνητή Νίκο Βασιλόπουλο, από τη λ. λέξη macceria). Φωτογραφία. Μασαλάς : ο πυρσός (στα τούρκικα είναι meşale και προφέρεται μέσαλιε). Μασιδάκι : μικρή μασά. (αυτό το μασιδάκι έχει μοναχά κουμάρι. σημ. ποικιλία σταφυλιού) Μάσκουλο : Σιδερένιο κατασκεύασμα που γομώνοντας το με μπαρούτι και σφραγίζοντας το με κονιορτοποιημένες από σφυροκόπημα πέτρες χρησιμοποιείται τη Λαμπρή για να κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. Κατά τον αρχιτέκτονα ερευνητή κ. Νίκο Βασιλόπουλο, η ακριβής ονομασία είναι ιταλική, mascolo (ή mascoulo στα βορειοϊταλικά) και σημαίνει κατά λέξη, το «αρσενικό» που προσαρμόζεται στο κατάλληλο άνοιγμα, εν προκειμένω των κανονιών και που αποδόθηκε από τους εμπνευστές τους. (Για περισσότερα διάβασε εδώ, εδώ και εδώ). Μάσκουλα επίσης ονομάζονται και πλαϊνά στηρίγματα σε βάρκες όταν έχουν τραβηχτεί στη στεριά και στηρίζονται σε φαλάγκια για να ισορροπούν (είναι κομμάτια από κορμούς δέντρων, συνήθως από κυπαρίσσι, με σιδερένιες λαβές για τη μεταφορά τους). Φωτογραφία. Μασόξυλο : λεπτή ξύλινη κυλινδρική ράβδος διαμέτρου 3 cm περίπου και μήκους 80 - 100 cm που χρησιμεύει στο άνοιγμα φύλου (π.χ. για αυγοκαλάμαρα, καλτσούνια κλπ.). Διαφέρει από τον πλάστη ο οποίος είναι ξύλινος κύλινδρος αρκετά κοντύτερος και αρκετά παχύτερος. (Τον περίμενε με το μασόξυλο στην πόρτα να γυρίσει από το καφενείο που γκλαούγκλιζε με τα άλλα κοπρόσκυλα). Μάσω (θα, να) : μαζέψω (θα, να) Ματίζω : ενώνω δύο παρόμοια αντικείμενα (π.χ. σχοινιά) για να προκύψει κάτι μεγαλύτερο. Ματισιά : Το σημείο της ένωσης δύο αντικειμένων που έχουν ματιστεί. (Θα κάνεις τη δουλειά σου κι’ ας φαίνεται η ματισιά). Μάτουλας : αυτός που παρά την παρουσία άλλων, προσπαθεί να δει κάτι χωρίς να γίνει αντιληπτός. (Αμα παίζεις πρέφα μ'αυτόν να προσέχεις τα χαρτιά σου. Δε φαντάζεσαι τι μάτουλας είναι!). Μαυρογόνατος : ο Στενιώτης. Χαρακτηρισμός που αποδίδουν με υπερηφάνεια οι Στενιώτες στους εαυτούς τους. Ξεκίνησε ίσως από χλευαστικό χαρακτηρισμό των Στενιωτών από τους Χωραΐτες. Κατά τον αρχιτέκτονα ερευνητή Νίκο Βασιλόπουλο το «μαυρογόνατος» προέρχεται από το όνομα Maurogono πάλαι ποτέ Λατίνου γαιοκτήμονα της περιοχής των Στενιών. Μαυροστεφανιασμένος : αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του, από κούραση, αρρώστια, καμιά φορά από γρονθοκόπημα ή συνηθέστερα από ξενύχτι. (Ολη νύχτα πολεμούσε να νετάρει το παραγάδι, τα μάτια του μαυροστεφανιάσανε). Μεινιασμένο : μπαγιάτικο, πολυκαιρισμένο, αυτό που έχει μείνει χωρίς να έχει καταναλωθεί στην ώρα του. Μεριντιάνα : (αγγλ. meridian : μεσημβρινός). Το ηλιακό ρολόι. (Ο Γιόκος ήκαμενε μεριντιάνα για να ξέρει την ώρα). Mερόλια : η λυγαριά. Μέρουλος : ο κότσυφας. (Επιστημονικό όνομα Turdus merula). Μεσιά : είναι γερή λωρίδα υφάσματος, που περνάει από το κάτω μέρος του ζώου, ώστε να συγκρατείται το σαμάρι. Μεστάλι : το παραγινωμένο σύκο. Μεσταλώνω : πέφτω σε χαλαρή κατάσταση, νυσταγμένος, έτοιμος για ύπνο. Μεταδεμένος : ο βλάκας. Αυτός που είναι τόσο κουτός ώστε να χρειάζεται κάποιον να τον φροντίζει. (Ο Λευτέρης; ένα μεταδεμένο). Μεταδένω : Δένω ένα ζώο που φροντίζω, σε διαφορετικό σημείο για να φάει καινούργιο χορτάρι. Μετακάθισμα : η καταβολάδα. Τρόπος πολλαπλασιασμού φυτών. Στις Στενιές χρησιμοποιείται για τον πολλαπλασιασμό των κλημάτων. Μετανίζω : νυστάζω. Μετζαρόλι : Η κλεψύδρα (ιταλ. mezzaróla, κανονικά με άμμο (αμμοκλεψύδρα ή αμμωτό) και όχι με νερό). Χρησιμοποιείτο για να μετρείται ο χρόνος του ποτίσματος. Κόβεται το μετζαρόλι : τελείωσε ο χρόνος σου στο πότισμα. Επίσης στα καράβια παλιά μετρούσαν τον χρόνο με τη χρήση αμμωτού διάρκειας μισής ώρας (ιταλ. mezza ora). Αυτοί πού ήταν βάρδια στο τιμόνι κάθε μισή ωρα γύριζαν το αμμωτό πάνω κάτω. Μεταφορικά κόβεται το μετζαρόλι σημαίνει σταματά η μισθοδοσία λόγω απόλυσης από το καράβι. Μετζάστρα : (αναφέρεται σε σημαία) μεσίστια. (Οταν αναφέρεται σε πρόσωπο) κατσουφιασμένη/ος με κατεβασμένα τα μούτρα. (Τι έχεις πάλι βρε γυναίκα και είσαι μετζάστρα;) Μήγαρις : μήπως τάχα, σάματι; Πανάρχαια λέξη (μη + γαρ). (Η αναμενόμενη απάντηση είναι πάντοτε αρνητική. Μαζί με το μήγαρις ακούγεται με την ίδια σημασία και το τίγαρις. Μηλαδελφός : ο ετεροθαλής αδελφός. Μηνώ : στέλνω μήνυμα, ειδοποιώ, παραγγέλνω. (Του μήνυσε να μην έρθει, γιατί τον έπιασε πυρετός). Μιγκάρι : Γεωργικό εργαλείο που μοιάζει αμυδρά με κασμά. Από τη μία πλευρά μοιάζει με μακριά αλλά στενή τσάπα και από την άλλη (την πίσω) με τσεκούρι όχι όμως κοφτερό. Το πίσω μέρος λέγεται σκούλος. Η λέξη χρησιμοποιείται και σαν παρομοίωση για άσχημο μακρύ πρόσωπο. (Εχει μια μούρη σα μιγκάρι). Μίζερος : (εκτός από τη συνήθη έννοια : αυτός που δεν του αρέσει τίποτα), σχολαστικός που εκδηλώνεται με γκρίνια (είναι πολύ μίζερος με την καθαριότητα). Μισερώνω : Καθιστώ κάποιον ανάπηρο, σακατεύω. Μοβίρω : μετακινώ, μετακινούμαι (αγγλ. move : μετακινώ, μετακινούμαι). (Από το πάχος δεν μπορεί να μοβίρει). Μολάρω : (βενετ. molar / ιταλ. mollarre ή ammollare ). Αφήνω, ελευθερώνω κάτι που κρατώ. (αντίθ. λεβάρω). (Μολάρησε κι’ άλλο την καδένα, να πιάσει καλά η άγκυρα). Μολώνω : Γεμίζω κάτι με υλικά όπως χώμα, πέτρες κλπ. (με την ποταμοπλυσά η αμμοσουρά που κατέβηκε μόλωσε το νεχυτό). Μόνε-μόνε : ίσα-ίσα, μόλις, ανεπαίσθητα, ελάχιστα. (Μόνε-μόνε να το τραβήξεις, θα βγεί). Μορμολείχω : ταράζω το φαγητό στο πιάτο μου με ένα πιρούνι, κουτάλι κλπ. σαν να ψάχνω κάτι μέσα σ’ αυτό, αποφεύγοντας να φάω, αλλά παριστάνοντας ότι τρώγω. (Στραμάτα να μορμολείχεις και τελείωνε με το φαΐ σου). Μοροζιάτικα : (από την ιταλική λέξη amoroza = αγαπητικιά). Τα δώρα κάποιου προς την καλή του (π.χ. την αρραβωνιαστικιά του). Μοτεύω : προκαλώ μικρή κάκωση. Μούζα : η μουτζούρα, η καπνιά. Μουζουβί : το θυμίαμα, το λιβάνι. Μούνταβλος : είναι ο αποκρουστικά και ενοχλητικά σκυθρωπός. Μουνταρία : Η πράξη του να ρίξω κάτι χάμω για να το πάρει όποιος προλάβει πρώτος. (Έδωσα στη μουνταρία δυο σαΐτες). Μουρδάρης : αυτός που νομίζει ότι κάνει καθαριότητα ενώ στην πραγματικότητα δεν τηρεί τους σωστούς κανόνες. (Αυτή είναι μουρδάρα, με το ίδιο πανί που σφουγγαρίζει το πάτωμα κάνει και το τραπέζι που θα φάνε. Πλένουν τα πόδια τους στην κατσαρόλα της κουζίνας, τι κι’ αν την πλένουνε μετά, αυτό κι’ αν είναι μουρδαριά). Μούρτη : η γλίτσα που εμφανίζεται στα μαλακά τυριά αν αφεθούν χωρίς να καταναλωθούν έγκαιρα. (Ξέχασα το τυρί στο φανάρι και το βρήκα μουρτιασμένο). Μούσκαρης : ο μασκαρεμένος. (Τα παιδιά είδανε τις μουσκάροι που πέρασαν από το σπίτι και κατατρομάξανε!) Μούσκλιος : ο καιρός που δείχνει ότι θα βρέξει, μτφρ. ο κατηφής. Μουσλούκι (ή Μουσουλούκι) : Τσίγκινο δοχείο χωρητικότητας κατά μέσο όρο 10 λίτρων, με βρυσαράκι στο κάτω εμπρός μέρος. Το γέμιζαν με νερό και η χρήση του ήταν για την καθαριότητα του προσώπου, των δοντιών και των χεριών. Φωτογραφία. Μούτουλας : Τρύπα στον τοίχο που μπαίνει το δοκάρι της σκαλωσιάς . Μεταφορικά ο ακοινώνητος άνθρωπος, αυτός που είναι χωμένος στην τρύπα του. Αυτός που δεν βγαίνει από το σπίτι του, ο μονόχνωτος. Μουτσούνα : η μάσκα. (Με τη μουτσούνα που έβαλε κανείς δεν τον κατάλαβε). Μουφλουζεύω : φτωχαίνω, χάνω την περιουσία μου, χρεοκοπώ. Μπαζάρω : Ξεπερνώ. (Αυτές οι μαλιοκομμένες μπαζάρανε τα ενενήντα και τραβάνε για τα εκατό!). Μπαμπαούλης : μικρό σκουλήκι που τρυπάει όσπρια για να τραφεί από αυτά. Μπαμπολοώ ή Μπομπολοώ: διαφημίζω φωνάζοντας ότι ξεπουλάω το εμπόρευμα επειδή δεν υπάρχει ζήτηση. (Μπομπολοεί τα ψάρια του, αλλά με τις φουρτούνες που είχαμε κανείς δεν τον θαρρεύεται). Μπαμπουνιασμένος : πρησμένος από αρρώστια, ειδικά στο πρόσωπο. Μπανιερό : το μαγιό. Μπατζέτα, μπατζετάκι, μπατζέτι : μικρό κάθισμα με χαρακτηριστικό σχήμα όπως ο πάγκος, αλλά για ένα μόνο άτομο. Φωτογραφία. Μπαξάκι : Μικρό κουτί (από την αγγλ. box = κουτί). (Μπαρκάρισε και ο Γιακουμής για το ίδιο βαπόρι και του έδωσα ένα μπαξάκι με διάφορα, να το δώσει στον Αντώνη μου). Μπαρούτι : και ο σπόρος του κρεμμυδιού, λόγω ομοιότητας. Μπασαγιάρομαι : έχω τις γνώσεις, κατέχω κάτι, είναι μέσα στις δυνατότητες μου. (- Γιαγιά κάνε μου φοινίκια... - Μάτια μου, αυτά δεν τα μπασαγιάρομαι!). Μπελαχουμάδα : Στουπί πάνω σε πάσαλο αλειμμένο με λίπος να καίγεται και να φωτίζει τους τρατάρηδες. Μπερκέτια : τα πλούτη, τα αγαθά, η αφθονία υλικών. Μπηλιάζω : στρώνω με βόλι πηλό σε δώμα για να μονώσω το οίκημα από βροχή και υγρασία. (Μάλλον από το ρήμα βολιάζω = χρησιμοποιώ το βόλι). Μπιζόνια (τα) : ( από το ιταλικό bisogno = ανάγκη) έχω ανάγκη και έχω στεναχώριες, είμαι σε δυσάρεστη κατάσταση (μη τον συνορίζεσαι, δε βρίσκει μπάρκο και έχει τα μπιζόνια του). Μπιθιάζω : βάζω σε μπουρνιά, στοιβάζω σε πιθάρι ή μπουρνιά, βάζω κάτι σε ντάνες σε πιθάρι ή μπουρνιά. Μπίλα (η) : Φράγμα στην κοίτη ρέματος ή ποταμού με πρόνοια ώστε από την υπερχείλιση, μέρος του νερού να διοχετεύεται σε νεχυτό (ή νεχυτούς) ο οποίος βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο από την κοίτη. Με τον τρόπο αυτό αρδεύονται γειτονικά προς το ρέμα κτήματα. Οι νεχυτοί βρίσκονται δίπλα στις δύο άκρες του πάνω μέρους της μπίλας. Η μπίλα κάθε χρόνο πρέπει να κατεδαφιστεί, να καθαρίσει το μέρος από τα φερτά υλικά και να κτιστεί εκ νέου. Υπάρχει περίπτωση η μπίλα να έχει δημιουργηθεί με φυσικό τρόπο σαν χαβούζα στην κοίτη του ποταμού. Μπίντας : ο κουτός. Μπιούνα : ακίδα, αγκάθι μακρύ, σκληρό και μυτερό. (Πάτησα μια μπιούνα στο χτήμα, με ξέρανε). Μεταφορικά αυτός που καρφώνει (προδίδει την ταυτότητα) κάποιου, ο σπιούνος. Μπιτίμια ή Πιτίμια : Εκ της τουρκικής λέξεως bitim που σημαίνει κάτι που είναι στο τέλος, επίλογος και τα συναφή. Λέγονται τα καρυκεύματα (τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά), που μπαίνουν τελευταία στα λουκάνικα, δηλαδή πιπέρι, γλυκάνισος, μάραθος, κλπ. . Στα χοιροσφάγια το πιπέρι, το γλυκάνισο, ο μάραθος κλπ μαζί με το κρασί κάνουν τη μαρινάδα για τα λουκάνικα. Μπίτισα : Εφεξα, αδυνάτησα. (Δεν τρως τίποτα! Έχεις μπιτίσει!). Μπιτιτής : αυτός που, χωρίς από πρόθεση, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό. (Σ’ αυτόν το μπιτιτή τα ‘πες; Αύριο θα τα συζητούν στη Βρύση). Μπλάθρας : ο βλάκας. Μπλαστρώνομαι : πέφτω (από απροσεξία ή σπρώξιμο) (ανάσκελα ή μπρούμυτα) στο έδαφος. (Πήρε μια γλίστρα στα αποπλύδια και μπλαστρώθηκε, παρά λίγο να σακατευτεί). Μπλίκος : ο φάκελος. (Κρατούσε τα γράμματα του σε ένα μπλίκο κρυμμένο στο μπαούλο της). Μπλίμα, η : υπερβολική συγκέντρωση υγρών, πλημμύρα. Μπλιμάρω : μεταφέρω ένα υγρό από ένα δοχείο σε άλλο. (Κρηπάρησε ο σωλήνας και μπλιμάρισε το κατώι νερά). Μπόλια : Μάλλινο πλεκτό σε σχήμα τετραγώνου πού δίπλωναν σε μια διαγώνιο έτσι ώστε να πάρει σχήμα τριγώνου. Το έριχναν στους ώμους και έδεναν εμπρός στο στήθος τις δύο γωνίες. Σαν σάλι αλλά από πιο λεπτό ύφασμα. (Στη μαγειρική λέγεται έτσι και το περιτόναιο του ζώου). (Η μπόλια λέγεται και μποξάς). Μπομπή : Κοινωνικός, ή και ηθικός στιγματισμός (από τη λέξη διαπόμπευση) (Ολο το χωριό έμαθε τις μπομπές της). (Oποιος κρυφακούει, τις μπομπές του ακούει). Χρησιμοποιείται σπανίως και η γραφή «πομπή». (Δε βλέπεις τις πομπές σου;). Μπονώρα : (επίρ. ιταλ. buonora = νωρίς) πολύ νωρίς το πρωί. (Να φύουμε μπονώρα για το μοναστήρι, να μη μας πιάσει ο ήλιος στο ανέβα στο βουνό). Μποξάς : η μπόλια. Μποσκάρι : το περιοδοντικό απόστημα. Μπότης : κανάτα (συνήθως για κρασί). Μπου : μέρος της έκφρασης «νε μπου» και της «νε μπου κακόμα» που εκφράζουν έκπληξη - συγκαλυμμένη αγανάκτηση. Μπούζι : (τουρκ. buz = το κρύο, η παγωνιά) εκτός των άλλων, το παγωμένο νερό σε σχήμα σταλακτίτη που κρέμεται από τις άκρες κεραμοσκεπών κλπ. Μπουζιντιασμένος : κρυολογημένος. Μπούζουνας : το ρεβέρ του κοντού παντελονιού. Μπουκουνιά : μπουκιά. (Από τη Βενετσάνικη λέξη buca = στόμιο, άνοιγμα, και την boca = στόμα. Τόση ποσότητα φαγητού, όση μπορεί να χωρέσει το στόμα.) Μπουλαέτι : θαλασσοταραχή. Μπουλάστησα : απόκαμα, κουράστηκα, εξουθενώθηκα, ξεθεώθηκα. Μπουλέρι (και Μπουλερίδι): θαλασσοταραχή. Μπουνταντίζω : Αγχώνομαι, από κάποιον ή από κάτι που με πιέζει, για κάτι που πρόκειται να συμβεί (ταξίδι, εκκλησία πριν χτυπήσει η τρίτη καμπάνα και πεί ο κόσμος ότι πάμε εκκλησία να δείξουμε τα λούσα μας, κουλούρια που δεν ανεβαίνουν και δε θα προλάβουμε το φούρνο κλπ). (Ασε, από τις πολλές δουλειές μπουνταντίστηκα). Μπουντέλι : Ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται σαν πρόχειρο αντιστήλωμα. (Τώρα που κάθησε η βάρκα στα φαλάγκια βάλε μπουντέλια αριστερά-δεξιά για να κρατηθεί σότριπα και να μη γείρει στο πλάι). Μπουντί : Λίθινη κατασκευή έξω από την είσοδο υπερυψωμένης κατοικίας ή άλλου κτίσματος, αποτελούμενη από δυο-τρία σκαλοπάτια και μικρό πλατύσκαλο, αρκετό για να χωρέσει μια καρέκλα ή μπατζέτα. Οταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν οι γυναίκες κάθονταν στο μπουντί και έκαναν διάφορες εργασίες (π.χ. πλέξιμο) ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν την κίνηση στο δρόμο. (Η Μαριώ καλά είναι, την είδα στο μπουντί του σπιτιού της που καθάριζε χαλικωτές). Μπουντουλούμια (τα) : Τρόπος κτισίματος μικρής λίθινης κατασκευής (εξωκλήσι, κέλλα, σταύλος κλπ.) όπου για τη στήριξη της (επίπεδης) οροφής οι τοίχοι στο πάνω μέρος τους συγκλίνουν ώστε να μπορέσουν να τοποθετηθούν πάνω τους μεγάλες πλάκες που θα αποτελέσουν με άλλα υλικά την οροφή. Επιστημονικά λέγεται εκφορικό σύστημα λιθοδομής. Φωτογραφία. Μπουρμουλήθρα : Η τρύπα χαβούζας που φράσσεται όταν συλλέγεται το νερό και από την οποία όταν αυτή ελευθερωθεί, το νερό μέσω των νεχυτών τρέχει προς τα χτήματα. (Θα ανοίξεις τη μπουρμουλήθρα στη χαβούζα όταν ο ήλιος προβάρει πάνω από την Αγία Τριάδα). Μπουρμπουρέτες : μεταφορά παιδιού που κάθεται στους ώμους κάποιου. (Κουβάλησα προχτές τον έγγονα μου μπουρμπουρέτες από τα Γιάλια στο Παλαμήδι, ακόμα πονάνε τα κοντύλια μου). Μπουρνιά : Πήλινο δοχείο, σχήματος πιθαριού, χωρητικότητας μέχρι 20lt. Για αποθήκευση τροφίμων (τυρί κοπανιστή, ξερά σύκα, χοιρινά, ξίδι κλπ.) Φωτογραφία. Μπουσουνάρα : Βρύση πηγής από την οποία τρέχει άφθονο νερό. Μπουσουνάρι : Βρύση πηγής από την οποία τρέχει λίγο σχετικά νερό. Μπουσουρντίζω : ψεκάζω, ραντίζω (συνήθως με το στόμα, ελλείψει ειδικού σκεύους). (Μπουσουρντίζω πάντα τα σεντόνια πριν τα σιδερώσω). (Μπουσούρντισα τα αμυγδαλωτά με ανθόνερο). Μπούφα (η) : Μπόχα, μυρωδιά αποσύνθεσης. Μπουφίζω : Μυρίζω άσχημα σαν κάτι που αποσυντίθεται. (Μαγείρεψε το κρέας πριν μπουφίσει στο φανάρι). Μπρακό ή Μπρακός : απλό αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ξύλινη ράβδο μήκους 60 - 80cm που στην άκρη της έχει δεμένο μεγάλο αγκίστρι ώστε να αρπάζει ο ψαράς μεγάλο ψάρι όταν το ανεβάζει με παραγάδι, δίχτυ κλπ. για να μην του ξεφύγει και πέσει στη θάλασσα. Μπροστηλήνη : είναι το λουρί του σαμαριού που περιβάλλει το στέρνο του υποζυγίου. Σε άλλα μέρη της Ανδρου λέγεται μπροστιά. Μπρούτζος : ο κουφός αλλά και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως.
|
Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις
Το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας προήλθε από τη συνεργασία φίλων του ιστότοπου www.steniotes.gr σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαντική είναι η προσφορά του φίλου του ιστότοπου Νίκου Βασιλόπουλου, αρχιτέκτονα ερευνητή, σε λέξεις ιταλικής και ιδιαίτερα ενετικής προέλευσης. Ολες οι λέξεις έχουν διασταυρωθεί και ελεγθεί από παλαιούς Στενιώτες. Ορισμένες λέξεις απαντώνται και εκτός Στενιών. Εχουν καταγραφεί διότι χρησιμοποιούνται από τους Στενιώτες αποκλειστικά αντί άλλων καθιερωμένων λέξεων που είναι πανελληνίως γνωστές. Στα παραδείγματα ακολουθείται η Στενιώτικη σύνταξη. Οι υπογραμμισμένες λέξεις στα παραδείγματα υπάρχουν στο γλωσσάρι.
Σελίδα 1: Α - Δ Σελίδα 2: Ε - Κ Σελίδα 3: Λ - Μ Σελίδα 4: Ν - Ρ Σελίδα 5: Σ - Τ Σελίδα 6: Υ - Ω Σελίδα 7: Εκφράσεις
Ο φίλος του ιστότοπου κος Γιώργος Λαλαίος μας ενημέρωσε για τα παρακάτω ντοκουμέντα και μας ενημέρωσε για τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους τους. Μπορείτε να διαβάσετε το έργο του ιστορικού Δημητρίου Π. Πασχάλη «Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Ανδρω λαλιάς» πατώντας εδώ. Μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη του Ανδριώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Κ. Βογιατζίδη «Γλώσσα και Λαογραφία της νήσου Ανδρου» πατώντας εδώ.
|
|