Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις
Το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας προήλθε από τη συνεργασία φίλων του ιστότοπου www.steniotes.gr σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαντική είναι η προσφορά του φίλου του ιστότοπου Νίκου Βασιλόπουλου, αρχιτέκτονα ερευνητή, σε λέξεις ιταλικής και ιδιαίτερα ενετικής προέλευσης. Ολες οι λέξεις έχουν διασταυρωθεί και ελεγθεί από παλαιούς Στενιώτες. Ορισμένες λέξεις απαντώνται και εκτός Στενιών. Εχουν καταγραφεί διότι χρησιμοποιούνται από τους Στενιώτες αποκλειστικά αντί άλλων καθιερωμένων λέξεων που είναι πανελληνίως γνωστές. Στα παραδείγματα ακολουθείται η Στενιώτικη σύνταξη. Οι υπογραμμισμένες λέξεις στα παραδείγματα υπάρχουν στο γλωσσάρι.
Σελίδα 1: Α - Δ Σελίδα 2: Ε - Κ Σελίδα 3: Λ - Μ Σελίδα 4: Ν - Ρ Σελίδα 5: Σ - Τ Σελίδα 6: Υ - Ω Σελίδα 7: Εκφράσεις
Ο φίλος του ιστότοπου κος Γιώργος Λαλαίος μας ενημέρωσε για τα παρακάτω ντοκουμέντα και μας ενημέρωσε για τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους τους. Μπορείτε να διαβάσετε το έργο του ιστορικού Δημητρίου Π. Πασχάλη «Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Ανδρω λαλιάς» πατώντας εδώ. Μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη του Ανδριώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Κ. Βογιατζίδη «Γλώσσα και Λαογραφία της νήσου Ανδρου» πατώντας εδώ.
|
Υ Υλη : το κατακάθι στον πάτο του πιθαριού ή του βαρελιού, που προέρχεται από τα στερεά υλικά του μούστου. Μπορεί να φτάσει το 10% σε όγκο σε σύγκριση με το μούστο. Από την ύλη με απόσταξη βγαίνει και (δεύτερης ποιότητας) ρακί.
Φ Φάλα : τρύπα (σε ρούχο κλπ.) (Πέρσι τη Λαμπρή, έπεσε μια ρουκέτα απάνω μου και άνοιξε μια φάλα στο σακάκι μου). Φαλάγκι : Ξύλινο κυλινδρικό αντικείμενο (συνήθως από κορμό ή κλαδί σκληρού δέντρου) μήκους κατά μέσο όρο 30cm και πάχους 12cm με εγκοπή στο μέσον του για να γλιστρά η καρένα βάρκας ή μικρού καϊκιού όταν μεταφέρεται από τη θάλασσα στη στεριά ή ανάποδα. Η εγκοπή αλείφεται με στέατα ή άλλες λιπαρές ουσίες για καλύτερα αποτελέσματα. Φανταδούρικος : εντυπωσιακός. (Ηρθε στην εκκλησία με ένα φανταδούρικο κουστούμι). Φαούδι : παιδί που η κακή του συμπεριφορά (άτακτο, ανυπάκουο, κουραστικό στη διαπαιδαγώγηση) σε φθείρει. Φάουσα : (αρρώστια) ο καρκίνος. Φηκάρι : (από τη λέξη θηκάρι και μετατροπή του θ σε φ) θήκη μαχαιριού ή σπαθιού κλπ. Φηλυκό (το) : (από τη λέξη θηλυκό και μετατροπή του θ σε φ) το θηλυκό, το κορίτσι. (Πάλι φηλυκό γέννησε η Μαντούλα). Φιλιόσος : ο βαφτισιμιός. Φλίγκουνας : (επί σφαγείων) ο πνεύμονας. Φλορίντα : δημοφιλής μεταξύ των Στενιωτισσών αμερικανική κολόνια (Florida Water, Eau de Cologne ). Φουβού : η φουφού. Φουντάνα, η : (ιταλ. κρήνη) ροή νερού ή υγρού που τρέχει με μεγάλη ποσότητα. Φουάρω : φουντώνω, αυξάνω την προσπάθεια, υποδαυλίζω, βάζω λόγια για να εκνευρίσω κάποιον, σμπιρολοώ. (Με τις κουβέντες του τον φουάρισε και κείνος σκώθηκε κι’ έφυγε) Φουάτος : έντονος. (Ερριξε βροχή φουάτη). Φούο ή Φούι : (μάλλον από την Ιταλική λέξη fuoco : φωτιά) η τρύπα στο μάσκουλο που περνούσε το φυτίλι. (Δεν είχε δέσει διπλό κόμπο το φυτίλι και τα πέταξε όλα από το φούο). Φουρκίζομαι : αγανακτώ Φουρνέλο : (αρχικά μικρός φούρνος για μαγείρεμα, από το ιταλικό fornello) Στις Στενιές μαγειρικό εργαλείο, είδος εστίας για κάρβουνα και ενίοτε για ξύλα. Εχει σχήμα αντεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας (πλευρά πάνω τετραγώνου 20 - 25 cm). Τα πλαϊνά τραπέζια είναι μαντεμένια. Η μεγάλη βάση δεν υπάρχει και σε αυτήν ακουμπάνε τα τηγάνια, κατσαρόλες, χύτρες κλπ. Η μικρή βάση είναι στη ουσία είδος σχάρας στην οποία ανάβουν τα κάρβουνα. Η σχάρα επιτρέπει στα κάρβουνα να αερίζονται και έτσι να δυναμώνει η φωτιά και από αυτήν να πέφτουν οι στάχτες. Το φουρνέλο στηρίζεται αριστερά δεξιά σε πέτρες και η μικρή (κάτω) βάση απέχει 5-8 cm από το έδαφος. Φουρνοκότι : το εργαλείο με το οποίο οι φουρνάρηδες μέριαζαν τις στάχτες Φουρνός : ο φρύνος Φουρνοφάισσα : είδος φιδιού που τρέφεται και με φρύνους. Φουρτάλια, η : (και όχι φρουτάλια) Το κατεξοχήν λαοφιλέστερο φαγητό στις Στενιές. Πατάτες κομμένες σε ροδέλες, τηγανισμένες σε γλίνα, με αντριώτικα χοιρινά (λουκάνικα, λούζες και λαρδιά) και σε τηγάνι ομελέτα με μπόλικα αυγά. Φωτογραφία. Φουρτούνα : η κακοτυχία, μη αναμενόμενο γεγονός, η αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων για κάποιον. Φουρτουνιάζομαι : υφίσταμαι τις συνέπειες φουρτούνας με την παραπάνω έννοια. (Φουρτουνιάστηκα όταν έμαθα ότι ήπεσενε η παραβολή). Φούσκουδος : ο πολύ βρεγμένος. (Θα αλλάξω τις πάνες του μωρού, είναι κατουρημένο φούσκουδο). Φραγκαχινός : ο κατάμαυρος αχινός. Μη εδώδιμος. Φραγκοκόρακας : η βιολέτα. Φτελώνομαι : βρίσκομαι κάπου που δεν μπορώ ούτε να ανέβω ούτε να κατεβώ. (Πήγε να κόψει δρόμο αλλά φτελώθηκε στη μέση του ντριαδιού). Φτενούλα (η) : Κάτι το οποίο δεν έχει σοβαρή αξία, φτηνιάρικο. Επίσης, ψωμί φρέσκο, πλακωτό με δακτυλιές στο πάνω μέρος, στρογγυλό, διαμέτρου 15 περίπου εκατοστών. Ζεστή την άνοιγαν και έβαζαν μέσα λουκάνικα και τυρί φρέσκο. Φτερούα : η φτερούγα. Φυλάτσι : (από τη λέξη θυλάκιο και μετατροπή του θ σε φ) το θυλάκιο (με χρήση σαν του πορτοφολιού, όπου ενθυλακώνουμε χρήματα ή κάτι πολύτιμο). Φυσαρίζει (ο καιρός) : φυσάει ελαφρά. Φυσαροκοπώ : φυσάω συνεχώς και με ένταση (έκφραση για καιρικές συνθήκες). (Τρεις μέρες φυσαροκοπά, αδύνατο να απλώσεις τα ρούχα). Φυσικό : ιδιοτροπία, κακή συνήθεια. (Να ‘λειπαν αυτά δα τα φυσικά σου). Φυτιλώνω : υποδαυλίζω. Εκφέρω λόγο που στοχεύει να επιφέρει πίκρα. (Του έβαλε φυτίλια για τη αρραβωνιαστικιά του).
Χ Χαβαλές : τα μπάζα. ( Για να πετάξω το χαβαλέ φώναξα τον Καναρίνη με τα μουλάρια του). Χαλικώνω : Σε πέτρινο τοίχο, παραβολή κλπ. αφαιρώ μια χαλαρή πέτρα και τοποθετώ στο κενό ένα μικροαντικείμενο και το κρύβω τοποθετώντας ξανά την πέτρα στη θέση της. Συνηθισμένος τρόπος για να κρύψει κάποιος το κλειδί του σπιτιού του για να μην το κουβαλάει. (Τα πρώτα δόντια που χάνουν τα παιδιά τα χαλικώνουνε). Χαλικωτή : άγριο χόρτο του βουνού, μακράν το πιο δημοφιλές στις Στενιές (σε άλλα μέρη της Ελλάδος λέγεται αγκιναρούλα ή και καρυδούλα). Χάπατο : βλάκας, ηλίθιος. (σ’αυτό το χάπατο έδωσες το αμπέλι σου;). Χαπιάρω : Φτυαρίζω για να κάνω οριζόντια κάποια επιφάνεια (ειδικά στα αμπάρια των πλοίων που μετέφεραν χύδην φορτίο που έπεφτε από σιλό κλπ.). Αλλά και για κάποιον που τρώει με λαιμαργία. (Αυτός από την πείνα χαπιάριζε το φαΐ στο στόμα του). Χαράζω : ανοίγω (συνήθως πατζούρι) ώστε να μπει λίγο φως. (Χάραξε κομμάτι τα κανάτια για να μπει λίγο φως). (Τα πατζούρια είχαν ειδικό μικρό γάντζο που τα κράταγε στην κατάλληλη θέση). Χαρχαλεύω : κάνω μικρής έντασης, ήπιο θόρυβο. (Σταμάτα να χαρχαλεύεις, με ενοχλείς). Το χαρχάλεμα λέγεται σε θορύβους π.χ. ερπετών που κινούνται πάνω σε ξερά φύλλα, σε παιδιά που 'χαρχαλευανε' προσεχτικά για να μην τα πάρουνε είδηση κλπ. Χατάς : (τουρκ. hatas : αποτυχία) ο σκανταλιάρης, ο ζημιάρης, αυτός που κάνει λάθη. Χλιάρα : ο ζεστός αέρας (που βγαίνει όταν ανοίγει ένα φούρνος, της κουφόβρασης κλπ). Χλωρό : Χλωροτύρι, είδος Αντριώτικου μαλακού τυριού. (Εφερε ο Αρβανίτης το χλωρό, έκατσε και το έφαγε). Χοιρινά : λουκάνικα, λούζες, λαρδιά σε γλίνα, γενικά ότι παράγεται στα χοιροσφάγεια. (Του έστειλε με το πλήρωμα ένα ντενεκέ χοιρινά, τη χαρά που έκαμενε). Χονάδι : Ξύλο που έχει μετατραπεί σε πούδρα, από μύκητες ή ζωύφια. Χούλιαμπας : βάρκα μεγάλη σε πλάτος για μεταφορά εμπορευμάτων. Χόχλακας : άσπρο πέτρωμα, μάρμαρο με προσμίξεις χαλαζία, αλάβαστρου κλπ. σε φυσική μορφή. Ισως προέρχεται από τη λέξη κόχλακας (αρχ. κάχληξ και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι των παραλίων και των ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. Χοχλάκι : βότσαλο από χόχλακα. Χρεία : ανάγκη.
Ψ Ψαθί : σε κατάκλιση, λόγω αδυναμίας, ασθένειας κλπ. ( Ο Νικόλας ψαθί, τονε μαζέψανε από το νεχυτό μετά το μεθύσι στο ρακάγγισμα του Αντώνη...). Ψοφολοώ : κοιμάμαι (εντελώς απαξιωτικά). (Ψωφολοά ο αχαΐρευτος, λες και κουράστηκε από την πολλή δουλειά). Ψόφιος : ο εντελώς φτωχός. (Μυαλό δεν έχει! πήγε και πήρε μια ψόφια και να πεις ότι είναι καλή ή όμορφη, πως). Ψώφος : ο πολύ κρύος καιρός και αέρας. (Που πας γδυμνός μ’ αυτό τον ψώφο; θα πλευριτωθείς.)
|
|