Σ

Σαβαγιάρω : περιποιούμαι, φιλοφρονώ, κάνω δώρο, στρινιάζω, αλλά και κατ’ ευφημισμόν ξυλοφορτώνω.

Σαβόρο : (ιταλ. savore < λατινική sapor, -oris = γεύση, χυλός) όξινο μαγειρικό παρασκεύασμα (σάλτσα) που χρησιμοποιείται για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών. Αυτό περιλαμβάνει συνηθέστερα λάδι (που είχε μείνει από το τηγάνισμα των ψαριών), ξύδι, σκόρδο, αλεύρι και δενδρολίβανο.

Σαβού : σάλτσα για ψάρια. Με υλικά λάδι, λεμόνι και αλάτι που τα τάραζαν συνεχώς μέχρι να γίνει παχύρευστη σάλτσα.

Σαΐτα : σφεντόνα. (Εφτιαξε μια σαΐτα από ασφένταμο. Τα λάστιχα από του Μπουλμέτη και το πετσάκι από του Νικολή).

Σαλαγιάζω : ηρεμώ, ησυχάζω αλλά και καθησυχάζω. (Σαλάγιασε το παιδί, έχει πλαντάξει στο κλάμα).

Σαλταροκοπώ : χοροπηδάω με δύναμη και με διάρκεια. (Γλεντούσανε και χορεύανε όλη νύχτα. Σαλταροκοπούσανε μέχρι την αυγή).

Σαμακιάζω : συνθλίβω κάτι, κτυπώντας το.

Σαμάρι : Το πάνω μέρος τοίχου που ορίζει ένα χτήμα, χωρίζει δύο οικόπεδα κλπ. που έχει διατομή σε σχήμα Λ. Μεταφορικά και οι ώμοι. (Εβαλε δυο τσουβάλια άμμο στο σαμάρι και ανέβηκε το Κακόβολο δυο κανιές!). Φωτογραφία.

Σανάς : Σανάς ήταν το παρεπώνυμο του Αξιώτη ή Ψαρρού Γιαννούλη του Νικολάου (γεν. 1874). Ο Σανάς ήταν ιδιόμορφος χαρακτήρας και το παρεπώνυμο του χαρακτηρίζει έκτοτε τα ιδιόρρυθμα άτομα.

Σανναπουλέει : (μία λέξη σαν-να-που-λέει) Για παράδειγμα.

Σάντουλα : η νονά. (Η νονά στα βενετσιάνικα λέγεται Santola. ( Στα ιταλικά λέγεται Madrina)).

Σαόνι : το σαγόνι.

Σαόνια : απαξιωτικοί και χλευαστικοί μορφασμοί με προεξάρχουσα την χρήση της κάτω σιαγώνας και συνήθως με κλειστά χείλη και ανεβοκατέβασμα προς-πίσω της κεφαλής. Τα σαόνια είναι σιωπηλή έκφραση.

Σαχλό (το) : (χαρακτηρισμός φαγητού) το ανάλατο. (Οι κεφτέδες είναι σαχλοί, θέλανε και άλλο αλάτι). (αντίθ. λύσσα : το υπερβολικά αλατισμένο).

Σβίδος ή ζβίδος : βλ. «τραβάω ζβίδο» στις εκφράσεις.

Σγάρα : Στα πτηνά ο πρόλοβος (τμήμα (θύλακας) στον πεπτικό σωλήνα, κοντά στον οισοφάγο των πτηνών, όπου παραμένει για λίγο η τροφή τους, πριν περάσει στο στομάχι τους). Στους ανθρώπους το προγούλι, το διπλοσάγονο.

Σγρόμπος : μικρός ψηλαφήσιμος όγκος κάτω από το δέρμα. Το τοπικό πρήξιμο . (Εβγαλα ένα σγρόμπο στο πόδι). Κάθε είδους εξόγκωμα, σωρός κλπ. που προέρχεται από αταξία. (Αντί να τυλίξει σωστά το σκοινί, το έκαμε ένα σγρόμπο και το παράτησε).

Σεΐρι : Η φασαρία, ο θόρυβος, η αναστάτωση για χαρούμενα γεγονότα. Το νταβαντούρι. (Το σεΐρι ήταν που γέννησε η κόρη τους)

Σέμπλικο : το απλό. (από ιταλική λέξη. Semplico το απλό στον ενικό. Semplici πληθ. ).

Σένιος : ο μετά από σχολαστική προετοιμασία άψογος, τακτοποιημένος.  (Η βάρκα και τα παραγάδια είναι σένια, με το που θα κάνει καλοσύνη θα πάμε για ψάρεμα).

Σερβανί : (τουρκ. sirvani ) ο χώρος κάτω από τον ξυλότυπο της κεραμοσκεπής, η σοφίτα, που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος, σε σπάνιες περιπτώσεις και σαν χώρος που μπορούσε να κοιμηθεί κανείς κλπ.

Σινιάρω : τακτοποιώ, φροντίζω για να γίνει κάτι άψογο. (Σινιάρισα τη βάρκα, είμαστε έτοιμοι να πάμε ψάρεμα μόλις καλμάρει ο καιρός).

Σίγκρα : (η) χαρακτηρισμός της εμφάνισης ατόμου, που δείχνει κακόκεφο, κατσουφιασμένο, γκρινιάζει κλπ. (Α μα δε τη μπορώ να τη βλέπω... Μια σίγκρα είναι, όλα της φταίνε...).

Σιρίμι : ο μικρός το δέμας, αλλά πολύ δυνατός. (Δεν πεθαίνει εύκολα αυτός, ξέρεις τι σιρίμι είναι;). (Κα μα για δε τονε! Γλαντί αλλά σιρίμι!).

Σίσιρα : μικρά κομμάτια από τη λάπα του χοίρου βρασμένα και καβουρντισμένα σε χοίρειο λίπος. Οι τσιγαρίδες. Φωτογραφία.

Σιχλιμίχλης : ο καχεκτικός, ο πολύ λεπτός, αδύναμος και εύθραυστος. Κατ’ επέκταση ο φιλάσθενος. 

Σιψάντης : (αγγλ. Ship chandler) Επαγγελματίας που ασχολείται με την τροφοδοσία εμπορικών πλοίων. (Κανόνισα με τον σιψάντη να βγούμε μαζί στην πόλη για να μου δείξει τα μαγαζιά για να ψωνίσω της γυναίκας μου).

Σιργκούμι ή σουργκούμι : το κύμα (λατιν. surgum) (χρησιμοποιείται στη έκφραση «τα έκανε σιργκούμι» : «τα διέλυσε όπως το δυνατό κύμα»).

Σιφόνι : βλ τρόμπα.

Σκαλαριό : το εργαστήρι αγγειοπλαστικής.

Σκαλούδα : το πήλινο κανάτι.

Σκαμπαφλύτης : φρύγανο με κοντάρι που καθαρίζανε τις καμινάδες από την μούζα.

Σκάνιο : (ιταλ. Scagno) βοηθητικό τραπέζι, με ποδιά η οποία στηρίζεται σε δύο επιπλέον πόδια τα οποία περιστρέφονται γύρω από τα αντίστοιχα εμπρός πόδια του επίπλου.

Σκάντζα : η αλλαγή. Σκάντζα βάρδια : αλλαγή φυλακής.

Σκαντζάρω : αλλάζω, αντικαθιστώ. (Στην Τήνο θα σκαντζάρω βαπόρι για να πάω στη Σύρα). (Ηρθεν η ώρα να σκαντζάρεις τον Τρίτο στη βάρδια).

Σκαπετίζω : αποδρώ (πιθ. παραφθορά της αγγλ. escape)

Σκαρβέλια : είναι οι γάντζοι στο σαμάρι μουλαριού ή γάιδαρου, που χρησιμεύουν να κρεμνούν μικρές σακούλες ή να δένουν βαριά αντικείμενα.

Σκατογένης : (χλευαστικός προσδιορισμός, αναφερόμενος ιδίως για παιδιά) αυτός που είναι άτακτος, με κακούς τρόπους, σκανδαλιάρης εξ αιτίας κακής ανατροφής σαν να μην είναι φυσιολογικό παιδί αλλά παιδί (γέννημα) του διαβόλου. Επίσης σκατογένης : ο διάβολος. (Βρε σκατογένηδες, δε ντρέπεστε να με κοροϊδεύετε, γριά γυναίκα;).

Σκατολοΐδια : μικροαντικείμενα συναισθηματικής ή άλλης αξίας για αυτόν που τα έχει, αλλά κατά άλλους (ιδιαίτερα τους οικείους του)  όχι απαραίτητα. (Δεν ηξαίρω τι να κάνω με το γιο μου, έχει γεμίσει το δωμάτιο του με σκατολοΐδια, του λέω να τα ξεφορτωθεί μα αυτός τίβοτα!).

Σκεπά : (επίρρ.) υπήνεμα. (Στο γλέντι προχτές φυσαροκόπαγε, αλλά εμείς βρήκαμε και κάτσαμε σκεπά).

Σκέπαση : δύσπνοια που προέρχεται από δυσφορία η οποία και αυτή προέρχεται από το άγχος...

Σκλέζα : Μικρό, μυτερό κομμάτι ξύλου που με το κόψιμο ή κυρίως με το σκίσιμο ξύλων, αποσχίζεται από το κυρίως μέρος του ξύλου και πολλές φορές μπαίνει στα δάχτυλά μας και μας τραυματίζει. (Ροκάνισε κομμάτι τις σκλέζες μη τρυπηθεί κανείς). (Αλλά ενίοτε και παρόμοιου σχήματος κομμάτι από κάποιο άλλο υλικό π.χ. φαγητό: έφαγα μια σκλέζα κρέας από το ψητό, τρέλα ήτανε).

Σκλίνος : πολύ σκληρό αντικείμενο. (Αυτό το κρέας, όσο και να το μαγείρεψενε, σκλίνος έμεινε).

Σκολίδα : η έχιδνα.

Σκομπολιθράκι : σκανδαλιάρικο παιδάκι

Σκονόβολο : πολύ γρήγορα (σαν να σηκώνει σκόνη στο πέρασμα του). (Κυνήγαγε το γάιδαρο του να τονε πιάσει, αλλά αυτός έτρεχε σκονόβολο).

Σκορτσάρω : Αντιδρώ με απότομη κίνηση, σπρώξιμο, τίναγμα, τράβηγμα κλπ. (Κράτα δυνατά το εργαλείο, αλλιώς θα σου σκορτσάρει και θα χτρυπήσεις.).

Σκόρτσο : Αντίδραση με απότομη κίνηση, σπρώξιμο, τίναγμα, τράβηγμα κλπ. (Στο ψάρεμα καταλαβαίνεις τον χάνο από το σκόρτσο που κάνει όταν πιαστεί στην καθετή).

Σκοτιά : η έγνοια, η φροντίδα, η ανησυχία για κάτι. Χρησιμοποιείται όμως αποκλειστικά με χλευαστική διάθεση. (Ούλη μου η σκοτιά ποιός θα τηνε πάρει).

Σκουλάτος : Τριχωτός. (Αυτός ο σκουλάτος γάτης  της Αντριάνας πέρασε από την αυλή μου με ένα ποντικό στο στόμα).

Σκουλί : το μαλλί, μια τούφα από μαλλί. (Θα σε πιάσω από το σκουλί και θα στο ξεριζώσω τρίχα τρίχα).

Σκούλος  : είναι το πίσω μέρος του μιγκαριού που βοηθάει να σκίζουμε ξύλα, (σαν σφήνα).

Σκουρώνω : Δείχνω τον εκνευρισμό μου με κατσούφιασμα του προσώπου μου.

Σκούσες (οι) : Το ποπ κόρν.

Σκουτέλα : πήλινη μεγάλη κούπα χωρίς χερούλι, που χρησιμοποιείται ως σκεύος φαγητού.

Σκουτελικά : τα κουζινικά.

Σκουτελογλείφτης : αυτός που έχει την κακή συνήθεια να βάζει το δάκτυλο του στην κατσαρόλα για πάρει φαγητό ακόμα και μετά το σερβίρισμα, για να φάει υπολείμματα. (Μωρή σκουτελογλείφτρα, μ’ αυτά που κάνεις θα δεις! Θα δεις που θα βρέχει στο γάμο σου)!

Σκυλάκιασε! : (προστακτ. απαξιωτικά) κάτσε στην άκρη και μη κουνιέσαι! κοιμήσου!

Σμπιρολοώ : κακολογώ, συκοφαντώ, κουτσομπολεύω με δόλιο σκοπό εις βάρος κάποιου, φυτιλώνω. Σμπιρόλόι : Λόγος που στοχεύει να επιφέρει πίκρα. (Καλό παιδί αλλά του βάλενε σμπιρόλοα η άλλη και μου μούτρωσενε). (Εκφραση : σμπίρι μου και σμπίρι σου).

Σοδιαστικό : το μέρος, η αποθήκη, που φυλάσσονται η σοδιά, τα προϊόντα για κατανάλωση το χειμώνα.

Σοιλιακό : το κοιλιακό άλγος ή/και αυτά που συνεπάγεται. Σοιλιακωμένος = αυτός που λερώθηκε από διάρροια. (Το παιδί σοιλιακώθηκε πάλι, δώσ’ του κανένα χαμομήλι).

Σότροπα ή σότριπα : ισορροπημένα, συμμετρικά, ευθυγραμμισμένα (ίσως από : με «ίσο τρόπο») (Το πιτακωτήρι να είναι σότριπα με το μάσκουλο ειδ' άλλως θα ξεφύγει και θα γίνει ζημιά). (Η βάρκα να στέκεται σότριπα στα φαλάγκια, ειδεμή θα σκεβρώσει).

Σόπρα : (βλ. εκφράσεις).

Σούγλη : Δυναμωτικός χυλός που το έδιναν σε εγκύους, αρρώστους κλπ. (Βασικά από καβουρντισμένο αλεύρι στο οποίο προσέθεταν νερό και το έβραζαν μέχρι να χυλώσει. Για να αποκτήσει κάποια ευχάριστη γεύση του προσέθεταν - αν υπήρχαν  - σταγόνες ανθόνερο, κανέλλα, τριμμένη καρυδόψυχα, μέλι κλπ.). 

Σουγλιά (η) : οξύς πόνος σαν τρύπημα με σουβλί. (Ενοιωσα μια σουγλιά, με ξέρανε ο πόνος). (Με ζούγλανε ο σφάχτης: είχα έναν οξύ πόνο, σαν τρύπημα από σουβλί).

Σούγλισμα (το) : είναι η πρόχειρη συρραφή ενός σκισίματος ρούχου, ιστίου η διχτυού. (Κάθισα για ένα απόγευμα και το σουγλόραψα. Αυτό το φουστάνι δεν μου αρέσει, είναι σουγλοραμένο... ).

Σουνάρω (επί γαιδάρου) : κλωτσάω με τα πίσω πόδια. Όθεν το πρώτο ενικό σπανίως χρησιμοποιείται. Παράγωγο: ουσ. Σουνίδι.

Σουλντάδο : μεγάλο χειροποίητο κλειδί για μεγάλη κλειδαριά (εξώπορτας σε μοναστήρια, αποθήκες, σπίτια κλπ.) Η άκρη του άξονα του κλειδιού ήταν σωληνωτή (είχε τρύπα και εκεί έμοιαζε με κάνη τουφεκιού) για να ευθυγραμμίζεται και να γυρίζει σωστά. (Παλιά σουλντάδο λέγανε κυρίως το τουφέκι). Φωτογραφία.

Σουνίδι : Η κλωτσιά του γαϊδάρου με τα δύο πισινά πόδια. Κατ’ επέκταση σουνίδι είναι η πολύ δυνατή (από άνθρωπο αυτή τη φορά) κλωτσιά.(του τράβηξε ένα σουνίδι, τονε ξέρανε).

Σουραζάνι (το), Σουραζάνια (πληθ.) : είναι αυτός που ήλθε από άλλο μέρος στις Στενιές, εγκαταστάθηκε με σκοπό να ζήσει, να δουλέψει και να κάνει οικογένεια.

Σουρέλλο : είναι παντελόνι μεταξύ κοντού και μακριού, που καλύπτει μόλις το γόνατο.

Σουρλούδικος : (χαρακτηρισμός φαγητού αναφορικά με τα υγρά του) υδαρής, με ζουμί. (Ο φιδές του χοίρου πρέπει να είναι σουρλούδικος).

Σούρντιση : Η διάρροια.

Σουρτοκλανίζω : περιφέρομαι ασκόπως (για δε σώμα, αντί να πάει να βοηθήσει τον αφέντη του στο χτήμα, σουρτοκλανίζει μέσα-έξω τα Καβάκια).

Σούρφανο : Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει χάσει πολύ βάρος και φαίνεται ταλαιπωρημένος, κυρίως μετά από αρρώστια. Ο κιτρινιάρης για τους ίδιους λόγους. (Ισως από τη λέξη sulfur = θειάφι). (Είδα τον Κώστα, ένα σούρφανο είναι). (Επίσης Σουρφανιασμένος). (Σήμερα είσαι σουρφανιασμένη, με αυτές τις δίαιτες που κάνεις).

Σουσούμι : (Ισως προέρχεται από τις αρχαίες λέξεις συν+ σήμα, σύσσημον)... η μορφή, η φυσιογνωμία, κυρίως κάποιο χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας, κάποιο σημάδι που δεν το έχουν όλοι. (Το σουσούμι του Γιακουμή είναι ότι σέρνει το δεξί του ποδάρι όταν περπατά). Κατ’ επέκταση είναι το παρατσούκλι που οφείλεται σε κάποιο ιδιαίτερο σωματικό χαρακτηριστικό. (π.χ. Ψηλέας (από το ύψος του), Βροντόχρηστος (από τη βροντερή φωνή του), Γιαλαρός (από το γαλανό χρώμα των ματιών), Δημητράρας (από το επιβλητικό παράστημα του), Καλκούτας, Κοντός, Κουφός κλπ. Σουσουμιάζω : δίνω παρατσούκλι σε κάποιον με την παραπάνω λογική.

Σούτης : Ορθιος, αυτός που είναι σε ετοιμότητα. Για τον καιρό : άπνοια (ο καπνός είναι σούτης, ανεβαίνει κατακόρυφα). Μεταφορικά αυτός που ενώ έπρεπε δεν έχει ακόμα κοιμηθεί. (Για δε ο Λευτέρης, σούτης, ακόμα να κοιμηθεί).

Σοφελιάζω : Προσαρμόζω, ταιριάζω, φέρνω στα ίσια κάτι με κάτι άλλο. (Ητανε στραβός ο τοίχος και είδανε και πάθανε να σοφελιάσουνε την κάσα της πόρτας με δαύτονε).

Σπηλιάδα : Ριπή ανέμου που η δράση της φαίνεται στην επιφάνεια της θάλασσας.

Σπηλιώνω : Βρίσκω καταφύγιο κατά τη διάρκεια βροχής. (Γυρνώντας από τον Αη Νικόλα μας έπιασε δυνατή βροχή. Μέχρι να περάσει, σπηλιώσαμε κάτω από μια σκια, λίγο μετά τον Αη Δημήτρη).

Σπίρτο : το οινόπνευμα. (Αλλά και ο έξυπνος). (από την αγγλ. spirit). (Κάτσε να σου τρίψω την πλάτη με σπίρτο, γιατί θα την αρπάξεις την πούντα).

Σπληνίζω : Βλέπω και παθαίνω για να πετύχω κάτι, (παθαίνει ζημιά η σπλήνα μου). (Σπλήνισα να τονε πείσω να μην πάει για ψάρεμα με τέτοιο παλιόκαιρο).

Σπορίζει : κάνει κρύο, κάνει ψύχρα. (Βόρρισε ο καιρός. Σπορίζει). (Με σπόρισε ο αέρας).

Σπορίζομαι : κρυολογώ. (Μην κάθεσαι στο ρεύμα. Θα σποριστείς).

Σταγκώνω : σφηνώνω, κολλάω κάπου από όπου δεν μπορώ να περάσω (από την αγγλική λέξη stuck). (Πήγανε να κατεβάσουνε τη ντουλάπα από τη σκάλα, δεν υπολογίσανε καλά το φάρδος της και στη μέση τους στάγκωσε).

Σταλιάζω : Κάθομαι με απλανές βλέμμα, χωρίς να κάνω τίποτα. (Οι βοσκοί όταν τα πρόβατα τις ζεστές ώρες της ημέρας κάθονται σε σκιερό μέρος και αναπαύονται λένε ότι τα πρόβατα σταλιάζουν).

Σταφυλινός : Η σταφυλή, η μικρή ραγοειδής προεκβολή που βρίσκεται στο πίσω μέρος του στόματος επάνω από τον λαιμό. Η σταφυλή της μαλακής υπερώας.

Στεγασιά : η άκρη του δώματος σε παραδοσιακά σπίτια της Ανδρου. Αποτελείται από πλάκες που προεξέχουν λίγο, πάνω από τον τοίχο του σπιτιού. Η χρησιμότητα τους είναι για να μη φεύγει το χώμα του δώματος. Σε άλλα μέρη της Ανδρου η στεγασιά λέγεται «φτέρωμα».

Στεφάνια : το πολύ επικλινές αλλά ομαλό έδαφος, στο οποίο εάν έπεφτες δεν είχες από πού να κρατηθείς.

Στηλώνω : στηρίζω για να ακινητοποιήσω. (Στήλωσε τα κανάτια θα βάλει αέρα και θα βροντάνε). Επίσης : Συνέρχομαι, παίρνω τα απάνω μου. (Του έκαμα μια ζεστή σούπα και στήλωσε).

Στήμα : όρθια πλάκα σε χτήμα που διαιρέθηκε που αποτελεί ένδειξη συνόρου. Σε χτήματα με μασές, υπήρχε ένα στήμα καθε δύο μασές περίπου. Τα στήματα είχαν προσωρινό χαρακτήρα μέχρι να κατασκευαστεί κανονικός τοίχος-φράκτης. Μπορεί να είχαν και μόνιμο χαρακτήρα συνόρου μεταξύ ιδιοκτητών που δεν αμφισβητούσαν τη θέση τους.

Στιμαριτζού (συνήθως απαντάται στο θυλικό γένος) : γυναίκα η οποία είναι κοινωνική, τυπική στις σχέσεις της και αποδίδει τιμή και εκτίμηση όπου πρέπει.

Στιμάρω : (ιταλ. stimare) εκτιμώ, διαχειρίζομαι καλά.

Στούπα : η επιδερμίδα αλλά και το τριχωτό της επιδερμίδας. (Εκανε τέτοιο ψώφο, πάγωσε η στούπα μου). (Τον είχα για πεθαμένο, με το που τον είδα, σηκώθηκε η στούπα μου, αναχιμίστηκα). Επίσης η μεγάλη σε μέγεθος νιφάδα χιονιού.  (Έριχνε κάτι στούπες, σαν πιατάκια του καφέ...).

Στραβοκοντύλιασμα : άλγος στα κοντύλια γύρω από το λαιμό. (ρήμα στραβοκοντυλιάζω).

Στραβός : (εκτός των άλλων) ο αγράμματος. (Με άφησε η μάνα μου στραβή και καλοπόρεψα).

Στραπάτσο : (ιταλ. strapazzo) μεγάλη ζημιά, καταστροφή αλλά και μεγάλη οικονομική ή ηθική βλάβη. (Το στραπάτσο που έπαθε με τη νεροποντή ήταν τόσο που πρέπει να αλλάξει όλη την τραβάκα. Το στραπάτσο με το χωρισμό της κόρης του τον έστειλε μια ώρα αρχύτερα στο Ταφείο).

Στράτα, στρατοκόπι : η διαδρομή για παράδοση αγαθών. (Συνήθως με υποζύγια: Να μου φέρεις δυο στράτες νερό. Αυτή η παραβολή θέλει είκοσι στράτες πέτρα).

Στρέμμα (το) : ξεχερσωμένο πρόσφατα και φρεσκοσκαμμένο έδαφος κατάλληλο για φύτευση κυρίως αμπελιών. Το στρέμμα είναι χωράφι χωρίς οικοδομή.

Στρεμματίζω : Κάνω στρέμμα ένα χωράφι, το περιποιούμαι ξεριζώνοντας οτι υπήρχε από δέντρα, θάμνους, ζιζάνια και το προετοιμάζω για νέα καλλιέργεια.

Στρέφω : δίνω σημασία ανταποδίδοντας χαιρετισμό, πρόταση λόγου κλπ. (χρησιμοποιείται μόνο με την αντίθετη έννοια: τον χαιρέτησε, αλλά αυτός δεν του έστρεψε). (Αλλά και με αρνητική σημασία) : επιστρέφω με δυσαρέσκεια (του έστρεψε τις προσκλήσεις, γιατί κάποτε τον είχε προσβάλει). (Να μη σας στρέψω το κέρασμα).

Στρήνα (ή στρίνα) :  Χρηματικό ποσό που δίνεται δώρο από συγγενείς στα παιδιά, στην περίοδο των γιορτών του Νέου Ετους. Δεν έχει σχέση με τα κάλαντα όπου η αμοιβή συνήθως ήταν σε γλυκά και σπανίως σε χρήμα. Από τη λατινική λέξη strenae (γαλ. Étrennes) : Δώρα που δίνονταν την πρώτη Ιανουαρίου. Το έθιμο σχετίζονταν με τη θεά Strenia, η οποία υποτίθεται έφερνε καλή τύχη στο σπιτικό.

Στρινιάζω : δίνω στρίνα. (Η νονά μου, όσο ζούσε με στρίνιαζε).

Συγκάθουρο : Κατακάθι στο καζάνι σε βαθύ βράσιμο σε γλίνα, στα χοιροσφάγια. Επίσης κατακάθι από επεξεργασία γάλακτος για κατασκευή βούτυρου. Μεταφορικά, άτομο κατώτερης κοινωνικής τάξης.

Συγκούρδουλοι : και κύρηδες (μπορεί και κούροι = άνδρες, γιοι) και δούλοι. Αφέντες και υπηρέτες. (Εκφραση : Συγκούρδουλοι Συφάμιλοι : όλοι οι σχετικοί. Στον αρραβώνα ήρθαν οι Φαλαγκάδες συγκούρδουλοι συφάμιλοι).
Σύλλαρδος : ο υπερβολικά παχύς.

Σύμουζος : ο καλυμμένος με μούζα (καπνιά) από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Σύνα (η) : Το μεταλλικό κατασκεύασμα με το οποίο ωθείται το τσέρκι στο ομώνυμο παιχνίδι.

Συναλίκια (τα) : Δοσοληψίες, πάρε δώσε. (Ο Νικόλας έχει συναλίκια με τις Αποικιανοί).

Συνάμουργα (τα) : Τα τελευταία υπολείμματα από το στύψιμο της ελιάς. Αυτό που απομένει αφότου παρθεί το καθαρό λάδι δηλαδή μείγμα λαδιού, νερού και μούργας (λάσπης). (Από αφήγηση του κου Τάκη Στ. Πολέμη: Στην κατοχή ο πατέρας μου τα πήγαινε κάθε εβδομάδα για να παίρνει τα συνάμουργα (από τη βίδα του «Γιατρού») γιατί αλλιώς τα ’χανες.  Τα συνάμουργα τα στραγγίζαμε και παίρναμε το λάδι).

Συνοβγάζω : συνοδεύω στη έξοδο κάποιον που αποχωρεί.

Συντρέχτρες : οι γυναίκες που έτρεχαν να προσφέρουν, να συμπαρασταθούν σε χαρές ή λύπες αλλονών.

Σύσκατος : πασαλειμμένος με κόπρανα. (Αλλαξε το μωρό, είναι σύσκατο, γι’ αυτό κλαίει τόση ώρα!).

Συσταζούμενος : Ο καθώς πρέπει, ο έχων καλούς τρόπους και προσόντα. Αυτός που μπορείς άφοβα να τον συστήσεις, να εγγυηθείς γι’ αυτόν.

Σύσταση : Η διεύθυνση του παραλήπτη σε επιστολή ή δέμα. Η αντρέσσα σε γράμμα ή δέμα. (Να γράψεις σωστά τη σύσταση, ειδεμή το γράμμα δε θα φτάσει ποτέ).

Συφάμιλοι : ολόκληρη η οικογένεια.

Συφόβερος : (Συ = επιτακτικό πρόθεμα + φοβερός = με την έννοια αυτού που προξενεί τον θαυμασμό) ο αξιοθαύμαστος, ο αξιοπρόσεκτος. (Κάμα τι συφόβερος γάτης!).

Σύχριστος : ο πασαλειμμένος (συν + χρίω). (Πήγε να μπογιαντίσει την κάμαρη, αλλά έκανε έναν τόπο σύχριστο).

Συχώ : συγχίζομαι. (Μη με συχάς!).

Σφαριά : βαθύ και σε μήκος κόψιμο από μαχαίρι.

Σφηνάρω : (επι υγρών) πετάγομαι με δύναμη. (Κοπάνησα την κεφαλή μου σε μία πέτρα και σφηνάριζε το αίμα ποταμός, είδα και έπαθα να το σταματήσω).

Σωτεύω : φτάνω στο τέλος (από προμήθειες, επεξεργασία κλπ). (Αμα σωτέψουνε τα λεφτά πριν το τέλος του μήνα, φουρτούνα που μας βρήκε).

Σώσπαστος : αυτός που έχει δαρεί ανηλεώς, που έχει σακατευτεί από το πολύ ξύλο. (Τον έπιασαν να τρυγά τα δίχτυα τους και τον έκαναν σώσπαστο από το ξύλο).

Τ

Τάνκι : από την αγγλική λέξη tank = μεγάλο σιδερένιο δοχείο (τυπικός όγκος το ένα κυβικό μέτρο) για την αποθήκευση κυρίως νερού. Υποκοριστικό (για μικρότερους όγκους) το τανκάκι.

Ταράζω : ανακατεύω (Να ταράζεις τον καφέ όση ώρα ψήνεται. Γίνεται καλύτερος). Ενεργώ, προκαλώντας όμως μικρή όχληση ή και περιέργεια (Μην ταράζεις και ενοχλείς. Σταμάτα να ταράζεις και πέσε για ύπνο. Τι ταράζεις στο νεροχύτη;)

Ταραούρας : αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις και τα κάνει άνω κάτω. (Τι τον έβαλες στη συζήτηση; Ενας ταραούρας είναι, καλά να πάθεις).

Τεζιάκι (τεζάκι, τεζάχι, τεζιάχι) : Ο πάγκος εργασίας παντοπώλη ή καφετζή μεταξύ αυτού και της πελατείας του. Εκεί ακουμπούσε τα πράγματα που θα έπαιρναν οι πελάτες, εκεί υπήρχε η ζυγαριά του μαγαζιού και σε συρτάρια του το ταμείο και τα τεφτέρια με τα βερεσέδια. (τουρκ. tezgâh)

Τένεδο : Αντικείμενο χωρίς καλή κατασκευή και ως εκ τούτου εύθραυστο. (Μην το ζορίζεις το καρότσι, ένα τένεδο είναι).

Τζαγρουνιά (και ντζαγρουνιά) (η) : γρατζουνιά, εκδορά. (Μην κάνεις έτσι, δεν υπάρχει παιδί χωρίς τζαγρουνισμένα γόνατα).

Τζαμιλίκι : (τουρκ. camlik) εσοχή στον τοίχο συνήθως με ράφια η οποία φράσσεται με ξύλινο πλαίσιο και δύο φύλλα τζάμια σαν παραθυρόφυλλα.

Τζελίρια (τα) : βλ. γκελίρια.

Τζένια (τα) : τα απαραίτητα εργαλεία και εξαρτήματα για να γίνει κάποια εργασία. (Πριν σφάξουνε το χοίρο είχε ετοιμάσει και καθαρίσει όλα τα τζένια για τα χοιροσφάγια. Αρματώθηκε η μπίγα για το ξεφόρτωμα με όλα της τα τζένια. Της έφερε από την Αγγλία μίξερ με όλα του τα τζένια).

Τίβοτα : τίποτα.

Τίγαρις : μήπως τάχα, σάματι;  Πανάρχαια λέξη (τι + γαρ). (Η αναμενόμενη απάντηση είναι πάντοτε αρνητική). (Τίγαρις έχει το καλύτερο τυρί και ζητά της Παναγιάς τα μάτια?). Μαζί με το τίγαρις ακούγεται με την ίδια σημασία και το μήγαρις.

Τιτίζα : νοικοκυρά που είναι ιδιαίτερα σχολαστική σε θέματα τάξης και καθαριότητας.

Τογκερί : (από τη λέξη dungaree, είδος υφάσματος) παντελόνι με ανθεκτικό ύφασμα χρώματος μπεζ που το χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους αγωγιάτες, αγρότες, εργάτες κλπ., ο πρόδρομος του blue jean.

Τόζι : η καρβουνόσκονη από τριμμένα κάρβουνα. Στο μαγκάλι πρώτα έριχναν τόζι (το οποίο μαζεύονταν στον πάτο του σακιού με τα κάρβουνα) και μετά πάνω σ’ αυτό τα αναμμένα  κάρβουνα. Τα κάρβουνα τα άναβαν για λόγους ασφάλειας (από το μονοξείδιο του άνθρακα) έξω από το σπίτι.

Τονε : το άρθρο «τον» με «ε» στο τέλος χάριν ευφωνίας. Τονε φώναξε. Τονε ξέρανε. αλλά και τονε άφησε, τονε έσβησε ιδίως για λέξεις που τονίζονται στην πρώτη συλλαβή.

Τουλουπώνω : σπρώχνω με τα δάκτυλα της τεντωμένης παλάμης μου τις άκρες από το πάπλωμα ή της κουβέρτας κάτω από το σώμα αυτού που είναι στο κρεβάτι, αντί να τις αφήσω να κρέμονται στα πλάγια και στα πόδια του κρεβατιού. Με τον τρόπο αυτό δεν αφήνω κενά αέρα ανάμεσα σε σώμα και σκέπασμα.

Τουμπί : βλ. ντουμπί,

Τούρκος : χαρακτηρισμός πολύ δυνατού ξυδιού. Επίσης βλ. δραπέτης.

Τραβάκα : η πυραμιδοειδής κατασκευή από δοκάρια και σανίδια βάση για τα κεραμίδια της στέγης ενός σπιτιού και κατ’ επέκταση ο χώρος που δημιουργείται, η σοφίτα. (Μόλις γυρίσει ο αφέντης σου θα βάλουμε μπρος να κάνουμε το δώμα τραβάκα).

Τραβολοώ : αναγκάζω κάποιον να με ακολουθεί, άσκοπα ή χωρίς να υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος, από εδώ και από κει, ταλαιπωρώντας τον.

Τραΐλα : η χαρακτηριστική δυσάρεστη μυρωδιά του τράγου.

Τρακάρω : απαιτώ εξηγήσεις για δυσάρεστο συμβάν για το οποίο ευθύνεται ο ερωτώμενος ή πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος του. (Η Ασημιώ με τρακάρισε για τα κουσέλια που είπε ο γιος μου για την εγγονή της).

Τράμπα : ανταλλαγή (γενικά). (Εκανα τράμπα ένα σουγιά με μια καθετή αρματωμένη).

Τράκος : ψυχικά, η ανώμαλη προσγείωση, η άσχημη ψυχική κατάσταση σε απρόσμενο γεγονός, το σοκ. (Επαθε μεγάλο τράκο όταν είδε το αμπέλι του καμμένο).

Τράος : ο τράγος.

Τρεμουσιασμένος : αυτός του τον έχει καταλάβει ρίγος, (τρέμολο ιταλ. σειόμενος, παλλόμενος).

Τρικαμπάρι : ορθάνοιχτο, πενταπόλι. (Αφησε το σπίτι τρικαμπάρι).

Τρικό : (γαλλ. tricot) ανδρικό εσώρουχο, το φανελάκι.

Τριμογαζαρεύω : Τριγυρνάω δήθεν άσκοπα μπας και δω ή ακούσω κάτι ενδιαφέρον και επωφεληθώ. Παραμονεύω περιμένοντας την ευκαιρία να δράσω. (Τριμογαζαρεύει πότε θα σκωθεί  να της πάρει την καρέγλα).

Τριπηδώ : Πετάγομαι όρθιος από υπερβολική χαρά ή λύπη ή πόνο. (Οταν άκουσαν ότι πνίγηκε  ο πατέρας τους τριπήδησαν μέχρι το ταβάνι.). (Πάτησε ένα καρφί και τριπήδησε από τον πόνο).

Τρίσης, τρισιασμένος : ο καχεκτικός, ο ζαρωμένος. (Είναι ωραίος; Μπα! Ένας τρίσης είναι). (Μου έφερε κάτι τρισιασμένα αχλάδια, χάλια ήτανε, τα πέταξα).

Τρισόνι : το βαμβακερό ύφασμα που σκουπίζεις ότι έπλυνες με τον πινακοπλύτη. (προέρχεται από τη Γαλλική λέξη torchon = πιατόπανο).

Τριχιά : το κόσκινο. Ο τρίφτης του τραχανά.

Τρόμπα (η) : ο υδροστρόβιλος. Λέγεται και σιφόνι. Φωτογραφία.

Τρυγοπάτι : τρύγος και αμέσως μετά πάτημα των σταφυλιών (σε αντιδιαστολή με τον τρύγο και ακολούθως το λιάσιμο για μερικές μέρες των σταφυλιών πριν αυτά πατηθούν).

Τρυπολοώ : Κρύβω ψιλοπράγματα σε διάφορα σημεία (συρτάρια, ντουλάπια, κούτες, κουτάκια, καλάθια κλπ)! (Που τρυπολόησες το κλειδί του σκρίνιου και δε μπορώ να το βρω;). Επίσης, κρύπτομαι, εξαφανίζομαι μένοντας ή συχνάζοντας σε άγνωστο μέρος. (Που τρυπολοούσες όταν σε έψαχνε ο αφέντης σου να πάτε στο αμπέλι;).

Τρυπώνω : καταφέρνω να μπω κρυφίως ή από στενό πέρασμα ή μετά από δυσκολίες. Βρίσκω καταφύγιο. (Τρύπωσε ποντικός στο σπίτι. Κλειδώθηκα απέξω αλλά ήρθε ο Λούης, τρύπωσε από το παραθύρι του κατωγιού και μου άνοιξε από μέσα. Ισα ίσα πρόκανε να τρυπώσει στο κελλάκι και να γλυτώσει τη μπόρα).

Τσάσκα : (ρωσ.  чашка ) φλυτζάνι.

Τσερογλιά η : δέντρο, η αγριοφυστικιά.

Τσίπουρα τα (πληθ.) : τα στέμφυλα.

Τσίτα : (επίρρ.) πενταπόλι, διάπλατα ανοικτά. (Ανοιξε τσίτα τα κανάτια να μπει κομμάτι ο ήλιος).

Τσόλι : το τσουβάλι. Συνήθως χοντρό τετράγωνο ύφασμα (συχνά από τσουβάλι) στο οποίο κουβαλούσαν ή αποθήκευαν τα δίχτυα του ψαρέματος. Η λέξη τσόλι ήταν και μονάδα μέτρησης μήκους διχτυών και ισούταν με τρεις πόστες. Συνολικά το τσόλι αντιστοιχούσε σε 90 οργιές δίχτυα).

Τσουκάλι : το δοχείο νυκτός (νεότερη ονομασία του ανατζαίου). Συναντάται και σαν αμελέτητο.

Τσουτσουρίζω : ανατριχιάζω.

Τυποδεμένος : αυτός που έχει άψογη για την περίσταση εμφάνιση, που κρατάει δηλαδή τους Στενιώτικους τύπους εμφάνισης και συμπεριφοράς. (Ακόμα και στο μπάνιο κάποιος ή κάποια μπορεί να χαρακτηριστεί τυποδεμένος / η από το μπανιερό του / της και μόνο. Και πάντοτε βέβαια κατά την κρίση του χαρακτηρίζοντος. Ετσι μια κοπέλα με ολόσωμο μπανιερό μπορεί να χαρακτηριστεί συντηρητική από τους νέους, τυποδεμένη από τους γονείς τους ή "γδυμνή" από τους παπούδες / γιαγιάδες). (Να είσαστε πάντα τυποδεμένα μάτια μου). 

 

 

επόμενη σελίδα

 

επιστροφή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις

 

Το περιεχόμενο αυτής της ιστοσελίδας προήλθε από τη συνεργασία φίλων του ιστότοπου www.steniotes.gr σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σημαντική είναι η προσφορά του φίλου του ιστότοπου Νίκου Βασιλόπουλου, αρχιτέκτονα ερευνητή, σε λέξεις ιταλικής και ιδιαίτερα ενετικής προέλευσης.

Ολες οι λέξεις έχουν διασταυρωθεί και ελεγθεί από παλαιούς Στενιώτες.

Ορισμένες λέξεις απαντώνται και εκτός Στενιών. Εχουν καταγραφεί διότι χρησιμοποιούνται από τους Στενιώτες αποκλειστικά αντί άλλων καθιερωμένων λέξεων που είναι πανελληνίως γνωστές.

Στα παραδείγματα ακολουθείται η Στενιώτικη σύνταξη. Οι υπογραμμισμένες λέξεις στα παραδείγματα υπάρχουν στο γλωσσάρι.

 

επιστροφή

 

Σελίδα 1: Α - Δ        Σελίδα 2: Ε - Κ      Σελίδα 3: Λ - Μ      Σελίδα 4: Ν - Ρ       Σελίδα 5: Σ - Τ       Σελίδα 6: Υ - Ω

Σελίδα 7: Εκφράσεις

 

Ο φίλος του ιστότοπου κος Γιώργος Λαλαίος μας ενημέρωσε για τα παρακάτω ντοκουμέντα και μας ενημέρωσε για τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους τους.

Μπορείτε να διαβάσετε το έργο του ιστορικού Δημητρίου Π. Πασχάλη «Ανδριακόν γλωσσάριον ή λέξεις και φράσεις εκ του γλωσσικού ιδιώματος της κοινής εν Ανδρω λαλιάς» πατώντας εδώ.

Μπορείτε να διαβάσετε τη μελέτη του Ανδριώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι. Κ. Βογιατζίδη «Γλώσσα και Λαογραφία της νήσου Ανδρου» πατώντας εδώ.