Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Λαογραφικά

 

Μικρές Στενιώτικες Ιστορίες #3

 

Οι παρακάτω μικρές ιστορίες δείχνουν τον χαρακτήρα κάποιων παλαιών Στενιωτών. Για κάποια θέματα ίσως δεν θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τους συγχωριανούς μας, αλλά το σωστό είναι όλα να καταγράφονται. Για ευνόητους λόγους κάποια ονόματα χαρακτήρων δεν είναι τα αληθινά. Σε κάποιες ιστορίες πάλι, τα πρόσωπα αναφέρονται με τα κανονικά τους ονόματα.

 

13. Επισκέψεις πολιτευτών στο χωριό.

 

(κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου από μια διήγηση του Βαγγέλη Σύμπουρα(1) και επιπλέον πληροφορίες από τον Κώστα Πολέμη(2)).

 

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι Στενιές βρέθηκαν από άποψη πληθυσμού στο απόγειο τους. Με κατοίκους κοντά στα χίλια άτομα και δύο εκλογικά κέντρα (ανδρών - γυναικών) ήταν ένα ιδιαίτερα υπολογίσιμο για τα κόμματα και τους υποψηφίους βουλευτές κομμάτι της Ανδρου. Οι Στενιές πάντα ήταν ανάμεσα στα επισκέψιμα γι’ αυτούς μέρη. Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις γίνονταν απαρέγκλιτα στο καφενείο του Λούη(3). Ο κόσμος στριμώχνονταν μέσα και οι αργοπορημένοι κατέκλυζαν την πλατεία. Την εποχή εκείνη οι Στενιές ήταν προπύργιο της ΕΡΕ και συγκαταλέγονταν πάντοτε στα πέντε με δέκα χωριά με το υψηλότερο σε ψήφους πανελλαδικά ποσοστό, πάντοτε πάνω από το 90%. Η επίσκεψη λοιπόν στις Στενιές ήταν επιβεβλημένη για τους υποψηφίους της ΕΡΕ, κάτι σαν φόρος τιμής για το σπουδαίο γι’ αυτούς μέρος. Παράλειψη της επίσκεψης υπήρχε σ’ αυτούς ο φόβος να θεωρηθεί μεγάλη προσβολή με καταστροφικές συνέπειες. Από την άλλη μεριά, οι υποψήφιοι βουλευτές των άλλων κομμάτων θεωρούσαν τις Στενιές χαμένη υπόθεση και χάσιμο χρόνου και για το λόγο αυτό εκτός από τη Χώρα εστίαζαν την προσοχή και τις υποσχέσεις τους σε άλλα χωριά, ιδίως σε αυτά της ευρύτερης περιοχής του Κορθίου.

Στις εκλογές του 1964 βρέθηκε μεταξύ των άλλων και ο υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα της ΕΡΕ Ευάγγελος Ανερούσης. Η ομιλία βέβαια στο καφενείο του Λούη, τα λόγια και τα θα τα ίδια όπως πάντα. Μέσα στα παχιά λόγια υπήρχε και η φράση

 

-για το καλό της Ελλάδας...

 

την οποία κάποιος από τους παρευρισκόμενους που παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα τον ομιλητή γιατί στην ουσία είχε έλθει για το σχετικό κέρασμα, την κατάλαβε κάπως διαφορετικά. Ηταν ο Νικολάκης ο Φασιανός, ξένος στο χωριό, έμενε στην Πέρα Μπάντα κοντά στον Πύργο μαζί με τη γυναίκα του τη Σοφία. Γεωργοκτηνοτρόφος  ο ίδιος, από τους ελάχιστους από δαύτους που δούλευαν στο χωριό, νόμισε ότι άκουσε

 

-της αγελάδος...

 

και στράφηκε στον διπλανό του για διευκρινήσεις.

 

-βρε Γιάννη τι είπε για τις αηλάδες;

 

Για κακή του τύχη ο Γιάννης ήταν ο συγχωρεμένος ο Ταλαράς(4), το τελευταίο και ανεπανάληπτο πειραχτήρι του χωριού. Με σοβαρό ύφος του διευκρίνισε ότι

 

-αυτή τη φορά επειδή χρειάζεται τις ψήφοι, θα δώσει σε όποιον τον ψηφίσει και βέβαια άμα αυτός τηνε θέλει, μια αγελάδα.

 

Τι ήταν αυτό; ο άλλος το πίστεψε, ούτε στα όνειρα του δεν φανταζόταν τέτοια τύχη. Με το που τελειώνει η συζήτηση πιάνει διαγκωνιζόμενος με δεκάδες άλλους από κοντά τον Ανερούση και τον ρωτούσε για το πότε θα πάρει την αγελάδα. Ο καημένος ο Ανερούσης μέσα στην οχλαγωγία δεν μπορούσε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο, μόνο χαμόγελα σκορπούσε αριστερά και δεξιά, αποφεύγοντας να ζητήσει διευκρινίσεις για την αγελάδα ώστε να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις. Το σκηνικό συνεχίστηκε μέχρι το καφενείο του Παναή(5) στο Σταθμό που πήγε όλος ο κόσμος και που συνεχίστηκε το κέρασμα με ούζα του Ανερούση προς τους χωριανούς. Ο Νικολάκης που κατά τύχη είχε μαζί του και ένα σχοινί, δε σταμάτησε να του φωνάζει:

 

-Φέρτην εσύ, εδώ το 'χω το σχοινί!

 

Ακόμα και όταν ο Ανερούσης έμπαινε στο ταξί για να γυρίσει στη Χώρα, ο Νικολάκης τον τραβολογούσε για να του πει πότε θα πάρει την αγελάδα!

 

________________________________________________________________________________________

 

Προσωπικά θυμάμαι ότι στις εκλογές πριν από τη Χούντα κατέβαινε με την Ενωση Κέντρου και κάποιος Αντώνης Μπαρότσης ο οποίος ήταν μπατζανάκης του θείου μου του Επαμεινώνδα Λογοθέτη. Αυτός και ο Νικόλαος Αλαβάνος (πατέρας του σύγχρονου πολιτικού Αλέκου Αλαβάνου) ήταν οι δύο βουλευτές που έβγαζε η Ε.Κ. από τους πέντε (τότε συνολικά) του νομού Κυκλάδων. Η μεταξύ τους αντιπαλότητα ήταν τεράστια για το ποιος θα πάρει την πρωτιά στο κόμμα τους. Η γιαγιά μου η Βιολάντη δεχόταν ισχυρές πιέσεις από τον θείο μου και τη νύφη της, να ψηφίσει τον Μπαρότση, αλλά μέσα της αυτό ήταν αδύνατο γιατί ήταν κάργα δεξιά. Η φουκαριάρα λοιπόν ψήφιζε πάντα ΕΡΕ αλλά φρόντιζε μια γειτόνισσα της να ψηφίσει την Ενωση Κέντρου και μάλιστα τον Μπαρότση, ο οποίος ουδέποτε επισκέφτηκε βέβαια το Χωριό, χάσιμο χρόνου θα ήταν γι' αυτόν. Η μεγάλη της αγωνία ήταν κάθε φορά, μέσα στις λίγες ψήφους που έπαιρνε η Ε.Κ. να βρεθεί και αυτή με το σταυρό στον Μπαρότση.

 

Νικολός Εξαδάκτυλος

 

 

(1) Σύμπουρας Βαγγέλης του Αντώνη (15113) #203 info.

(2) Πολέμης Κώστας του Νικολάου (1413181) #1126 info.

(3) Μπεγλέρης Λεονάρδος (Λούης) του Νικολάου (171) #1597 info.

(4) Πολέμης Ιωάννης του Δημητρίου (11312411) #1225.

(5) Κουρτέσης Παναγιώτης του Ιακώβου (136) #2846 info.

 

_______________________________________________________________

 

14. Οι μπανάνες.

 

(κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου(6) από μια διήγηση της μητέρας του Αννας(7).

 

Συζητώντας με τη μητέρα μου για τις μπανάνες γενικά, μου είπε ότι στα νιάτα της (γεννήθηκε το 1924) υπήρχαν μερικές μπανανιές στις Στενιές. Φαίνεται ότι το μικροκλίμα τότε στο χωριό ευνοούσε την ανάπτυξη και την καρποφορία τους. Πολλά σπίτια είχαν οπωροφόρα δέντρα για τα οποία υπήρχε περισσή φροντίδα. Λεμονιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, συκιές και μπουρνελιές (ανήκει στα συγγενή με τη δαμασκηνιά δέντρα) ήταν τα πιο συνηθισμένα. Συχνά έβλεπες καϊσιές, δαμασκηνιές, μουριές, ροδιές και κυδωνιές. Υπήρχαν και τα δέντρα που έκαναν καρπούς για γλυκό, όπως νεράντζια, κίτρα, φράπες και παμπιλόνια. Υπήρχαν επίσης αμυγδαλιές και καρυδιές. Από τα αμπέλια γύρω από το χωριό έβγαιναν και πολλές ποικιλίες από επιτραπέζια σταφύλια. Από όλα τα προηγούμενα οι μπανανιές ήταν οι πιο λίγες σε αριθμό. Κάτι η περιορισμένη ποσότητα, κάτι το κλίμα της εποχής, κάτι η βιολογική καλλιέργεια, η μπανάνα αυτής της εποχής, πιο μικρή σε μέγεθος από αυτές που βλέπουμε σήμερα, θεωρούταν από τους χωριανούς, το πιο νόστιμο φρούτο. Ενα από τα σπιτικά του χωριού που διέθετε μπανανιά  ήταν αυτό του παππού της μητέρας μου, του Επαμεινώνδα Λογοθέτη(8) και της γυναίκας του της Αθηνάς(9). Η μπανανιά αυτή ήταν η τελευταία που απέμεινε στο χωριό. Μετά, λίγο πριν από την Κατοχή από την εγκατάλειψη ξεράθηκε. Βρίσκονταν στη μασά κάτω από την αυλή του Δημοτικού σχολείου.

Ο Επαμεινώνδας στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, μετανάστευσε όπως δεκάδες άλλοι Στενιώτες στο Clifton της πολιτείας Oregon των ΗΠΑ. Ολοι αυτοί ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες σε παραπήγματα (καλύβες σε πασσάλους στις όχθες του ποταμού Columbia). Πλήρωναν μάλιστα και μεγάλο νοίκι σε κάποιον χωριανό τους που ανακάλυψε το μέρος, τον Δημήτρη Φαλαγκά (τον Στάφουλα ή Uncle Joe)(10). Ενα μέρος του χρόνου ασχολούνταν με την αλιεία του σολομού και όταν έληγε η περίοδος της αλιείας, με την υλοτομία. Για να διαβάσετε για το θέμα αυτό, πατήστε εδώ.

Από όσους πήγαν στο Clifton ίσως μόνο ο Βασίλης Γιαλούρης(11) γύρισε με κάποια χρήματα, οι υπόλοιποι απλώς έστελναν κάτι λίγα στους δικούς τους πίσω στο χωριό, ο δε Επαμεινώνδας γύρισε πίσω στο χωριό σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ότι έφυγε.

Για την ιστορία, ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε στον ταρσό του ποδιού από σφαίρα. Η σφαίρα προήλθε από όπλο που ο μπατζανάκης του Χρήστος Μπεγλέρης(12) σε διπλανό δωμάτιο το νόμιζε άδειο. Η σφαίρα πέρασε τον «τοίχο» της παράγκας που μένανε και τραυμάτισε τον προπάππου μου. Κατόπιν αυτού ο Επαμεινώνδας εγκατέλειψε την Αμερική και επέστρεψε στις Στενιές. Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε με δεκανίκια  και γρουσούζεψε ιδιαίτερα εξ αιτίας του γεγονότος. Ευτυχώς είχε μάθει την τέχνη του ράφτη στην Κωνσταντινούπολη και έβγαζε τα προς το ζειν στο Χωριό. Αργότερα άνοιξε και καφενείο στην πλατεία του Χωριού. Φωτογραφία του προπάππου μου υπήρχε στο σαλόνι του σπιτιού μου στο χωριό. Το ύφος του και το βλέμμα του ήταν τέτοια που απέφευγα να μπαίνω στο δωμάτιο αυτό. Οταν κάποτε αφήσαμε το σπίτι αυτό και μετακομίσαμε στα Γιάλια, βρήκα την ευκαιρία να τρυπώσω τη φωτογραφία του προπάππου στην τραβάκα, ομολογώ ότι δεν άντεχα να τον βλέπω. Για να δείτε τη φωτογραφία αυτή πατήστε εδώ.

Για να έλθουμε στο θέμα μας, τις μπανάνες δηλαδή, συνεχίζω όπως μου διηγήθηκε την ιστορία η μητέρα μου:

 

Ενώ τον παππού τον Επαμεινώνδα, εγώ όπως και όλα του τα εγγόνια τον αποφεύγαμε, τα πράγματα ήταν αλλιώς με τη γιαγιά την Αθηνά. Η γιαγιά η Αθηνά με αγαπούσε πολύ. Το άσχημο με αυτήν ήταν ότι ξεχώριζε πολύ τα εγγόνια της. Πρώτος στην αγάπη της ήταν ο Λινάρδος Καραπιπέρης (σημ. μετέπειτα καθηγητής Πανεπιστημίου), πρώτο εγγόνι της, πανέξυπνο παιδί και με πολύ καλό χαρακτήρα. Μετά ήμουν εγώ, πρώτη εγγονή. Οι υπόλοιποι μακράν στην αγάπη της, με διαβαθμίσεις για τον καθένα, από σχετική στοργή, μέχρι αδιαφορία και ενόχληση όποτε τον έβλεπε, για τον τελευταίο στη κλίμακα. Και όλα αυτά χωρίς καμιά δικαιολογημένη εξήγηση. Αυτά ήταν τα μυαλά της εποχής, ο περισσότερος κόσμος ήταν έτσι και το κακό ήταν ότι δεν φρόντιζαν να κρύβουν τέτοια εντελώς αντιπαιδαγωγικά αισθήματα. Ενας τρόπος που η γιαγιά η Αθηνά εκδήλωνε την προτίμηση στα εγγόνια της ήταν οι μπανάνες. Οποτε πήγαινα σπίτι της, εγώ ή ο Λινάρδος, φεύγαμε με μια μπανάνα. Τις μπανάνες της φύλαγε σε σκοτεινό μέρος σε ένα αποθηκάκι του σπιτιού της. Τα υπόλοιπα εγγόνια σπανίως έτρωγαν από τις μπανάνες της γιαγιάς της Αθηνάς, κάποιο από αυτά, ίσως και μια φορά μόνο το χρόνο.

Η φιλενάδα μου η Αθηνά η Σπούγαινα(13) ήξερε ότι εγώ είχα πρόσβαση στις μπανάνες, η ίδια που να βρει, μια φορά με παρακάλεσε να πάμε στη γιαγιά μου και να της δώσω να δοκιμάσει. Πράγματι συμφώνησα και ξεκινάμε και πάμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, που ήταν στο δρόμο που συνδέει το Σχολείο με τον Αη Γιώργη.

Μπήκαμε μέσα αλλά η γιαγιά έλειπε. Σε ένα ντιβάνι, ο παππούς ο Επαμεινώνδας κοντά στα 85 του χρόνια, ροχάλιζε. Η αντιπάθεια που είχα γι’ αυτόν με έκανε να θέλω να τον πειράξω. Πιάνουμε η Αθηνά και εγώ και σηκώνουμε τα φουστάνια μας λίγο πιο πάνω από το γόνατο (σημ. τα κορίτσια ήταν μόλις δέκα χρονών τότε και το κανονικό τότε για το φουστάνι ήταν να φτάνει στη μέση της γάμπας) και φωνάξαμε δυνατά στον Επαμεινώνδα:

 

- πάππου, πάππου για δες!

 

ξυπνάει τρομαγμένος ο Επαμεινώνδας, μας βλέπει με τα φουστάνια ψηλά, αρπάζει ένα δεκανίκι που το είχε ακουμπισμένο δίπλα του και μας το πετάει με δύναμη, ενώ ταυτόχρονα φώναζε:

 

- σα δε ντρέπουστε χαμένες!

 

Το δεκανίκι με βρίσκει στο καλάμι, ο πόνος που ένοιωσα ήταν αφόρητος, νόμισα πως μου το έσπασε και άρχισα να ξεφωνίζω. Εκείνη την στιγμή μπαίνει μέσα και η γιαγιά μου βλέπει την κατάσταση, ο Επαμεινώνδας από τη σύγχυση έξαλλος, εγώ να ξεφωνίζω από τους πόνους και ανάμεσα σε αναφιλητά να ενοχοποιώ από εκδίκηση τον παππού μου:

 

- του ζήτησα μια μπανάνα και δες τι μου έκανε...

 

Μαζί με την φιλενάδα μου την Αθηνά πήραμε δρόμο και άφησα τον παππού και τη γιαγιά να τσακώνονται άγρια. Που να πιστέψει η γιαγιά η Αθηνά το γρουσούζη άντρα της, όσα και να της έλεγε...

 

 

 

_______________________________________________________________

 

(6) Νικολός Εξαδάκτυλος (1271) #522 info 

(7)Λογοθέτη Αννα του Δημητρίου (12332) #1698 info

(8) Λογοθέτης Επαμεινώνδας του Δημητρίου (123) #2238 info

(9) Κουτσούκου Αθηνά του Δημητρίου (123) #2204

(10)Φαλαγκάς Δημήτρης του Θεοδόση (Στάφουλας) ή «Θείος Τζο» (145) #1933 info

(11)Γιαλούρης Βασίλης του Λεωνίδα (Μπαμπαούνας) (1234) #3010 info

(12)Μπεγλέρης Χρήστος του Λινάρδου (15) #2239 info

(13)Κουτσούκου Αθηνά του Ιωάννη (11821) #282 info

 

_______________________________________________________________

 

15. Ο Πρώτος Θάνατος της Ψηλίδαινας(14).

 

(κείμενο του Κώστα Πολέμη(2)

 

Αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ζούσε μία υπέργηρη κυρία, η Ψηλίδαινα, σε ένα μικρό σπίτι(15), κοντά στον πύργο του Μουβελά. Είχε ζήσει εργαζόμενη για αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Χήρα πια και με πενιχρή σύνταξη επέστρεψε στο χωριό. Η μέτρια γνώση της Γερμανικής γλώσσας που απέκτησε εργαζόμενη στο σπίτι Γερμανού διπλωμάτη(16), της έδωσε την ευκαιρία να σώσει τους Στενιώτες, τον Σεπτέμβριο του 1943,από την οργή των Γερμανών κατακτητών, όταν μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι χωριανοί μας σημαιοστόλισαν την Πλατεία με Αγγλικές και άλλες σημαίες. Εξήγησε στον επικεφαλής Γερμανό του αποσπάσματος ότι στις θρησκευτικές γιορτές αναρτούμε σημαίες φερμένες από τα καράβια και μάλιστα αδιακρίτως διαφόρων κρατών. Τους έδειξε αναρτημένη και τη σημαία της Ιαπωνίας, συμμάχου των.

Προς το τέλος του βίου της, απολάμβανε την φροντίδα του καλού και αγαθού Λεβίτη, παπαΝικόλα Καλογήρου(17), που νέος εφημέριος στον Αη Γιώργη, είχε υπό την σκέπη των πτερύγων του πολλούς αναξιοπαθούντες.

Ένα πρωί λοιπόν, κρατώντας ένα αρμεόνι με φρέσκο γάλα της αγελάδας του, ξεκίνησε για την συνηθισμένη του γύρα στα σπίτια αυτών που φρόντιζε. Φθάνει και στής Ψηλίδαινας, χτυπάει την εξώθυρα αλλά δεν παίρνει απάντηση. Κοιτάζει από το διπλανό παράθυρο και βλέπει την γερόντισσα πεσμένη και ακίνητη ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο του δωματίου. Συμπεραίνει ότι τερμάτισε τον βίο της. Προσπαθεί να παραβιάσει την αμπαρωμένη πόρτα εις μάτην. Πηγαίνει στο καφενείο του Λούη, όπου ήταν και το τηλεφωνείο του Χωριού. Επικοινωνεί με τον εργολάβο κηδειών στην Χώρα και παραγγέλλει τα σχετικά. Ψάχνει και για τον μαραγκό, για να παραβιάσει την πόρτα. Μετά από κάποια ώρα, εμφανίζεται ο Θοδωρής ο νεκροθάφτης, φορτωμένος στην πλάτη το φέρετρο, που το έφερε πεζοπορώντας απ’ την Χώρα. Μην φαντάζεστε ότι ήταν από μαόνι η από δρυ. Κασόξυλο(18) κανονικό. Το αποθέτει όρθιο στον τοίχο της αυλής και παρακολουθεί τις προσπάθειες παραβίασης της εξώπορτας. Στο διάστημα αυτό ακούγονται μουρμουρητά από το εσωτερικό του δωματίου και μεθ’ ου πολύ, εμφανίζεται η Ψηλίδαινα, που μόλις είχε συνέλθει από την βραδινή κρασοποσία της, συνήθεια κτηθείσα στην Πόλη. Ολοι χαίρονται για την νεκρανάσταση. Ακούν έκπληκτοι όμως τον Θοδωρή να δηλώνει ότι το φέρετρο δεν το παίρνει πίσω γιατί ξεπατώθηκε να το κουβαλήσει από την Χώρα. Για τούς επόμενους δύο μήνες, όταν επήλθε και ο πραγματικός θάνατος της Ψηλίδαινας, το φέρετρο αποτελούσε ντεκόρ της αυλής χωρίς κανένας να ενοχλείται!!!.

 

_______________________________________________________________

 

(14) Παλαιοκρασσά Καλλιόπη (13?1) - info σύζ. Ψυλίδη Στρατή του Αλεξάνδρου.

(15) Για να δείτε που ήταν το σπίτι της Ψιλίδαινας (με κωδικό Π1α) πατήστε εδώ

(16) Κατά τον κο Βαλμά Μιχαήλ του Δημητρίου (111163) #872 info, ο Γερμανός διπλωμάτης ήταν ο πρόξενος της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη. Ειχε φερθεί πολύ καλά στην Καλλιόπη η οποία από εκτίμηση που έτρεφε γι’ αυτόν είχε φωτογραφία του καδραρισμένη στο σπίτι της. Τη φωτογραφία είδε τυχαία κατά τη διάρκεια της κατοχής κάποιος Γερμανός στρατιωτικός, ο οποίος αναγνώρισε σε αυτήν τον παππού του! Εκτοτε οι Γερμανοί τα πήγαιναν καλά και συνέδραμαν την Καλλιόπη.

(17) Παπανικόλας Καλογήρου (1) #2157 info.

(18) Ξύλο ευτελούς ποιότητας και αντοχής, κατάλληλο για πρόχειρες κατασκευές, καφάσια φρούτων κ.α.

 

_______________________________________________________________

 

16. Ο μπακλαβάς της Ευγένας(19).

 

(κείμενο του Κώστα Πολέμη(2) από διήγηση της πεθεράς του(20)).

 

Χειμώνας του 1942, Γερμανική κατοχή και η πείνα στο φόρτε της. Όμως το κέφι και η διάθεση για διασκέδαση και τήρηση των εθίμων αμείωτα. Η Πόπη με τις φιλενάδες της, μεταμφιεσμένες μουσκάροι, βράδυ Σαββάτου, υπό τον ήχο των μπρούτζινων γουδιών, επισκέπτεται διάφορα σπίτια του χωριού, αλαλάζοντας και φωνάζοντας μπίου μπίου. Ένα από αυτά ήταν και της Ευγένας της Μανδαράκα. Κύριος οίδε πού είχε βρει υλικά, να φτιάξει μπακλαβά, και όχι μόνο να φτιάξει, αλλά και την γενναιοδωρία να τον προσφέρει στη παρέα των μασκαράδων. Η πεθερά μου, παρά τις διαμαρτυρίες του άδειου στομαχιού της και την σιελόρροια που ύγραινε την πάνινη αυτοσχέδια μάσκα της, αρνήθηκε ευγενικά το κέρασμα, προκειμένου να μην την βγάλει και αποκαλυφθεί η ταυτότητά της!! Μέχρι που πέθανε, σε βαθειά γεράματα, είχε αυτόν τον καημό. Που δεν έφαγε τον μπακλαβά της Ευγένας.

 

_______________________________________________________________

 

(19)Λογοθέτη Ευγένα (Ευγενία) του Νικολάου (1313) #2087 σύζ. Μανδαράκα Γεωργίου του Ανδρέα.

(20)Γιαλούρη Πηνελόπη (Πόπη) του Ιωάννη (122332) #2077 info σύζ. Κυρτάτα Μιχαήλ του Νικολάου

 

_______________________________________________________________

 

 

17. Το Μέγα Απόδειπνο.

 

(κείμενο του Νικολού Αντ. Μπεγλέρη(21)).

 

Απόδειπνο, ονομάζεται η προσευχή που τελείται μετά το δείπνο. Λόγω της μεγάλης του διάρκειας –από την συνεχή προσθήκη ευχών- περί τα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, υπήρξε η ανάγκη συντόμευσης της ακολουθίας αυτής.

Έτσι επικράτησε η Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου, το οποίο και διαβάζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Η εκτενέστερη του μορφή, αυτή της μεγαλύτερης διάρκειας, επικράτησε τελικά να διαβάζεται μόνο κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ονομάζεται Μέγα Απόδειπνον.

Μια ιστορία από το χωριό μας σχετική με το Μεγάλο Απόδειπνο μας διηγείται ο φίλος μας Νικολός Αντ. Μπεγλέρης:

Φέτος (σημ. 2020) έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, είχα την τύχη να βρεθώ στην πρώτη ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου της Σαρακοστής στην Παναγία του χωριού μας.

Ολοι την ξέρουμε σαν «Δυνάμεων» από το σχετικό τροπάριο της ακολουθίας.

Η εκκλησία σχεδόν άδεια με το κτύπημα της καμπάνας. Βλέπεις οι χωριανοί του 3ημέρου έφυγαν με το τελευταίο καράβι. Αναψα το κερί μου και κατευθύνθηκα στο άδειο ψαλτήρι.

Ο παπά Ηλίας, ευγενικά έτρεξε να μου φέρει τα βιβλία. Τον ευχαρίστησα ζητώντας την κατανόηση του για παραλήψεις και κακοφωνίες. Ντράπηκα να του πω ότι μάλλον δεν θα τα χρειαστώ, αφού το δυνάμεων από παιδιά το ξέραμε απέξω.

Ο Θεός να αναπαύει τους εφημερίους του χωριού που με τον ζήλο τους μας έφεραν τότε κοντά στην εκκλησία.

Οι αναμνήσεις μου αφορούν την κάτω ενορία του Αγίου Γεωργίου, με εφημερίους τον παπαΠετρώνιο και τον παπαΝικόλα, σίγουρα όμως τα ίδια ίσχυαν και στην Παναγία.

Στο «Δυνάμεων» λοιπόν, Τα αγόρια κατ αρχήν περιμέναμε τον παπά να μας δώσει εντολή να κτυπήσουμε την καμπάνα. Στην συνέχεια ανάβαμε μια μικρή φωτιά πίσω από την εκκλησία για να εξασφαλιστούν τα κάρβουνα του θυμιατού. (Τα καρβουνάκια ήρθαν αργότερα). Ο τότε ψάλτης Κωνσταντής Αντώνογλου δεν ερχόταν ποτέ. Το ψάλσιμο ήταν αναφαίρετο δικαίωμα κυρίως των κοριτσιών κάθε ηλικίας. Οπως ήταν φυσικό πρώτο λόγο είχαν οι μαθήτριες του γυμνασίου και ακολουθούσαν οι του Δημοτικού. Συνήθως όλοι κουβαλούσαμε την «Σύναψη» γιατί ποιός να χωρέσει στα δύο ψαλτήρια.

Ετσι σιγά σιγά τα μαθαίναμε απ έξω.

Το περιστατικό που θα αναφερθώ έλαβε χώρα πριν πάω στο Δημοτικό. Να διαβάσουμε δεν ξέραμε, Αποστηθίζαμε ότι ακούγαμε η ότι βόλευε να ακούμε.

Ο παπαΠετρώνιος είχε μια κόρη, την Τάσα, μεγάλη κοπέλα που έκανε παρέα με την Τέκνη, κόρη του γνωστού μας και γείτονα μου τότε, Νικόλα Κουρτέση (Ζουρίλα)(22).

Οταν λοιπόν ψελνόταν το «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη και ηττάσθε», αγνοώντας την έννοια του ύμνου, καταλήξαμε μαζί με συνομήλικη γειτόνισσα μου, και ψέλναμε φωναχτά για να ακουγόμαστε.

Μεθ ημών ο Θεός, η Τέκνη και η Τάσα, ότι μεθ’ ημών ο Θεός.....

Υπήρξε μάλιστα και παρατράγουδο από την φίλη μου που θεώρησε ατόπημα να επιτρέπει ο παπάς τροπάριο μόνο την κόρη του και την φίλη της.... Ξέρετε Στενιώτες.. όπως πάντα! Προέχει η παρεξήγηση. Η δε απάντηση μου ήταν: Και τι να λένε δηλαδή «Μαράκι και η Νάνα;» (δυο άλλες φίλες μας και γειτόνισσες).

Πέρασαν κοντά 70 χρόνια από τότε. Τα ψαλτήρια και το χωριό μας άδειασαν.

Τα αλλόθρησκα στίφη που καραδοκούν στα σύνορα μας επικαλούνται και αυτά τον Θεό.

Είναι άραγε μεθ’ ημών ο Θεός;

 

_______________________________________________________________

 

(21) Μπεγλέρης Νικόλαος του Αντωνίου (1742) #2513 info.

(22) Κουρτέσης Νικόλας του Γεωργίου (Ζουρίλας) (125) #2096 info

 

 

 

Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Επιστροφή στην αρχική σελίδα