Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών
Λαογραφικά
Το χαβιάρι
(κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου)
Οι Στενιές είναι ένα χωριό εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα Ελληνικά χωριά (με εξαίρεση δυο - τρία χωριά στη Χίο). Η διαφορά έγκειται στον πλούτο που συσσωρεύτηκε από το πολύ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων του που ασχολούνται με τη ναυτιλία. Διαχρονικά οι περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν πλοίαρχοι και από αυτούς ένα σεβαστό ποσοστό κατάφερε να γίνουν πλοιοκτήτες με αρκετά κομμάτια πλοίων ο καθένας. Οι Στενιές είναι το μεγαλύτερο από τις δεκάδες χωριά της Ανδρου αλλά εμφανισιακά δεν καταπλήσσει τον ξένο. Ανετα σπίτια, λίγα σχετικά από αυτά έχουν κάποιο κήπο, στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο και με τη συντριπτική πλειοψηφία από αυτά να έχει κεραμοσκεπή αντί για το συνηθισμένο στις Κυκλάδες δώμα. Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι υπάρχει κάποια ευμάρεια που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα Ανδριώτικα χωριά, αλλά μέχρι εκεί. Μόνο αν κάποιος μπει σε κάποιο από αυτά τα σπίτια θα καταλάβει ότι μπαίνει σε ένα διαφορετικό κόσμο. Πολυέλαιοι, φωτιστικά, έπιπλα, πίνακες, μαγειρικά σκεύη, σερβίτσια και τόσα άλλα αντικείμενα που ήρθαν από μέρη μακρινά, που δεν μπορούσαν να αγοραστούν από Ελληνικά καταστήματα. Βέβαια όλα αυτά αγοράστηκαν και ήρθαν στις Στενιές το πολύ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 οπότε οι ναυτικοί έπαψαν να πηγαινοέρχονται από την Ελλάδα προς το μέρος που έπρεπε να μπαρκάρουν και αντίστοιχα πίσω με πλοία της γραμμής αλλά άρχισαν να χρησιμοποιούν τα αεροπλάνα. Οταν επέστρεφαν στις Στενιές, χωρίς τον περιορισμό βάρους που επιβάλλουν τώρα οι αεροπορικές εταιρείες, κουβάλαγαν ότι μπορούσαν στο σπιτικό τους. Αν μάλιστα είχαν και κόρες της παντρειάς, έφταναν και σε υπερβολές. Πολλές φορές τύχαινε κάποιο αντριώτικο πλοίο να περνά κοντά από την Ανδρο. Εμπορικά ταξίδια μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μασσαλίας ήταν ο πιο συνηθισμένος ναύλος. Τότε το πλοίο πλησίαζε τα Γιάλια, την παραλία των Στενιών, φυσικά κατά τη διάρκεια της νύχτας και ξεφόρτωνε στις βάρκες που είχαν επιστρατευτεί, του κόσμου τα αγαθά. Επιπλα, χρήσιμα αντικείμενα για το σπίτι, υφάσματα, καλλυντικά, εργαλεία και τέλος απαρέγκλιτα τρόφιμα. Τα τρόφιμα οι Στενιώτες τα στερήθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-44. Αλλά όσοι Στενιώτες κλείστηκαν στην Ελλάδα στη διάρκεια του πολέμου, άσχετοι με την πρωτογενή παραγωγή, κατάφεραν να επιζήσουν ανταλλάσσοντας αυτά τα αγαθά με τρόφιμα που παρήγαν οι γεωργικοί πληθυσμοί της βόρειας Ανδρου. Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν είδε ένα φτηνό πλαστικό μπανάκι που είχε το καναρίνι μας για να πλένεται, μας είπε ότι το δικό της καναρίνι είχε ωραίο πορσελάνινο μπανάκι σε σχήμα κανονικού μπάνιου μάλιστα, που το είχε φέρει ο πατέρας της από την Ισπανία. Και όταν τη ρώτησα τι απόγινε το μπανάκι μου είπε ότι ανταλλάχτηκε στην Κατοχή με μια οκά κρεμμύδια. Αναφέροντας αυτά, θα συνεχίσω με μια ιστορία που σχετίζεται κάπως με τα παραπάνω.
Κατά το 1972 πήγα στη Βρετανία για μεταπτυχιακές σπουδές. Αρχικά έμεινα στο Λονδίνο για ένα περίπου μήνα για να βελτιώσω τα Αγγλικά μου και μετά τράβηξα για τη Γλασκώβη στη Σκωτία που το πανεπιστήμιο της με είχε δεχτεί για να σπουδάσω την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οποτε κατέβαινα στο Λονδίνο έμενα στο σπίτι του θείου μου του Λινάρδου(1) , μεγαλύτερου αδελφού του πατέρα μου ο οποίος μαζί με τη σύζυγο του τη Σοφία (Βρετανίδα εβραία που έγινε για χάρη του θείου μου ορθόδοξη χριστιανή) με είχαν σαν παιδί τους. Οι ίδιοι δεν είχαν παιδιά, ήταν φιλόξενοι άνθρωποι, δεκάδες Στενιώτες είχαν φιλοξενηθεί στο σπίτι τους, από την εποχή του πολέμου ακόμα, αλλά εγώ είχα αποκτήσει μεγαλύτερη οικειότητα με αυτούς, εξ αιτίας του ότι τους επισκεπτόμουν τακτικά και έμενα αρκετό καιρό μαζί τους στο σπίτι τους που ήταν στο Wembley κοντά στο πολύ γνωστό γήπεδο. Ηθελαν την παρέα μου, αλλά και εγώ τη δική τους. Μάλιστα μου είχαν δώσει και τα κλειδιά του σπιτιού τους για να μένω εκεί όποτε ήθελα, ακόμα και όταν αυτοί έλειπαν στην Ελλάδα.
Το είπα μάλλον για να την πειράξω, προεξοφλώντας αρνητική απάντηση, η γιαγιά μου γενικά δεν σύχναζε σε δεξιώσεις, ούτε ήταν στη λίστα των καλεσμένων της πρεσβείας της Σοβιετικής Ενωσης.
-οκάδες…
Σχεδόν αμέσως η μητέρα μου είπε:
-Όταν γαλαχτίζαμε το σπίτι ερχόταν ο Ξιγιάννης ο σουβατζής. Εκεί γύρω στις έντεκα έκανε διάλειμμα και του έδινα μια φαρδιά φέτα ψωμί από καρβέλι του Στεφανή(5) που την είχα αλείψει με ρουμάνικο βούτυρο που το φυλάγαμε σε σκοτεινό μέρος μέσα σε μια πήλινη λεκάνη γεμάτη νερό. Πάνω από το βούτυρο έβαζα και δυο τρεις κουταλιές της σούπας χαβιάρι. Τα έτρωγε με ευχαρίστηση και στο τέλος έλεγε:
_____________________________________________________
(1) Εξαδάκτυλος Λινάρδος του Νικολάου (123) - info (2) Γιαλούρη Βιολάντη του Γιαννούλη (12223) #2315 info (3) Λογοθέτης Δημήτριος του Επαμεινώνδα (1233) #2312 info (4) Γιαλούρης Γιαννούλης του Νικολάου (122221) #2804 info (5) Γαλανός Στέφανος του Ευαγγέλου (1) (1) #2810 info ο φούρναρης στο Πανωχώρι.
Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών
|
|