Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Λαογραφικά

 

Ιστορίες από τη θαλασσινή ζωή

 

κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου(1)

 

1. Το ιβιλάι(2).

 

 

Ο πατέρας μου(3) γενικά απέφευγε να μιλάει για τις δυσάρεστες στιγμές της επαγγελματικής του ζωής. Τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζω προέρχονται από διηγήσεις της μητέρας μου η οποία ταξίδεψε αρκετά χρόνια μαζί του (όθεν και ο χαρακτηρισμός μου "ο Νικολός της Βιολάντης" αντί "ο Νικολός της Αννας", όπου Αννα(4) η μητέρα μου και Βιολάντη η από τη μητέρα μου γιαγιά η οποία και με ανέθρεψε).

Αμέσως μετά τον πόλεμο τα πληρώματα των Αντριώτικων βαποριών ήταν επανδρωμένα με έμπειρους Αντριώτες ναυτικούς κυρίως από τις Στενιές. Οταν ο αριθμός των πλοίων μεγάλωσε και οι Στενιώτες δε φτάνανε, άρχισαν να ναυτολογούνται και Αντριώτες από άλλα χωριά τα οποία καμιά σχέση δεν είχαν με τη ναυτική παράδοση και κουλτούρα. Ετσι λοιπόν Βουρκωτιανοί, Αρνιώτες, Κατακοιλιανοί κλπ. μπαίνανε σαν κατώτερα πληρώματα με την ελπίδα να μάθουν τα βασικά και να εξελιχτούν.

Οταν το ANDRE στο οποίο καπετάνιος ήταν ο πατέρας μου, αρχές της δεκαετίας του 1950 έμπαινε στο Γερμανικό λιμάνι του Emden, επιφορτισμένος να ρίξει το ιβιλάι (λεπτό σχοινί με βάρος στην άκρη με το οποίο οι λιμενεργάτες θα τραβούσαν τον χοντρό και βαρύ κάβο του πλοίου) ήταν ένας από τους παραπάνω πρωτόμπαρκους Αντριώτες. Τώρα πως επιλέχτηκε και από ποιον, αυτό είναι άλλη ιστορία. Οταν το πλοίο πέρασε ένα κρίσιμο σημείο για να μπει στις λεκάνες του λιμανιού οι λιμενεργάτες άρχισαν απεγνωσμένα να του γνέφουν να ρίξει το σκοινί. Αυτός όμως άλλα κατάλαβε, νόμιζε οτι τον χαιρετούσαν και ανταπέδιδε με χαμόγελα και κούνημα των χεριών του τις χειρονομίες τους. Κάποια στιγμή οι υπόλοιποι στο πλοίο κατάλαβαν τι γινόταν, τρέξανε και έριξαν αυτοί το ιβιλάι, και έτσι αποφεύχθηκε το ξήλωμα κάποιων από τις πόρτες που ανοιγόκλειναν στις λεκάνες του λιμανιού.

 

_____________________________________________________________________________________________________

 

(1)  Νικολος Εξαδάκτυλος (1271) #522 info 

(2) ιβιλάι : παραφθορά του heaving line που είναι ένα σχοινί με βάρος στο ένα άκρο του. Χρησιμεύει κυρίως για να πεταχτεί ένα σχοινί από το πλοίο σε κάποιο άλλο σημείο. Από το άλλο σημείο τραβώντας το σχοινί αυτό μπορεί να τραβηχτεί κάποιο άλλο βαρύ αντικείμενο, συνηθέστερα ένας χονδρός κάβος για να προσδέσει το πλοίο. Συνήθως το βάρος περιβάλλεται από έναν ειδικό κόμπο (που ονομάζεται monkey’s fist - γροθιά του πίθηκου) φτιαγμένος από το ίδιο το σχοινί (φωτογραφία).

(3) Γρηγόρης Εξαδάκτυλος (127) #490 info

(4)Λογοθέτη Αννα του Δημητρίου (12332) #1698 info σύζ. Γρηγόρη Εξαδάκτυλου.

 

_________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

2. Οι ξύλινοι ελέφαντες.

 

κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου(1)

 

Σήμερα Κυριακή η μάνα μου(4) έφαγε σπίτι μας. Στα ενενήντα έξη τώρα, αλλά με τα μυαλά να δουλεύουνε ακόμα καλά. Δίπλα στο τραπέζι που τρώγαμε ένα μεγάλο έπιπλο με ντουλάπια που μπαίνουν τα σερβίτσια κάτω, και από πάνω βιτρίνα με χαριτωμένα αντικείμενα που έχουν μπει στο σπίτι από τη σύζυγο μου και μένα, τους γονείς της και τους παππούδες της. Μερικά και από κάποιους καλούς μας φίλους. Τυπικό έπιπλο που υπάρχει στα περισσότερα αστικά σπίτια. Στο πάνω μέρος του, αρκετά πάνω από τα δύο μέτρα, δυο ξύλινοι μαύροι στο χρώμα ελέφαντες με χαυλιόδοντες από πραγματικό ελεφαντόδοντο λίγο παραπάνω από 20 εκατοστά ύψος ο καθένας, φτιαγμένοι με τρόπο που να αποτελούν ζευγάρι όταν τοποθετηθούν απέναντι ο ένας από τον άλλο. Από μικρό παιδί έπαιζα προσεκτικά μαζί τους, και τώρα που το σκέφτομαι είναι το μοναδικό έργο λαϊκής τέχνης που έφεραν στο σπίτι μας, ο πατέρας ή η μάνα μου, που όργωσαν τις θάλασσες, που δεν υπάρχει στον κόσμο λιμάνι που δεν έπιασαν. Από τότε που παντρεύτηκα, κοντά σαράντα χρόνια τώρα, αυτοί οι ξύλινοι ελέφαντες είναι στο σπίτι που μένω. Χωρίς καμία καλλιτεχνική αξία, αλλά για μένα πολύ μεγάλη συναισθηματική. Είναι τα πιο παλιά αντικείμενα που έπαιζα αλλά και τα μοναδικά παιχνίδια από όσα μου έχουν μείνει. Τους παρατήρησε η μάνα μου και μας διηγήθηκε την ιστορία τους. Μέχρι τώρα γνώριζα αόριστα, ότι είχαν έλθει από την Ινδία, τις Ινδίες, όπως αποκαλεί η μάνα μου το τεράστιο αυτό κράτος.

 

Ημουνα νιόπαντρη, γύρω στο 1946, και το βαπόρι με τον πατέρα σου καπετάνιο έπιασε Βομβάη. Οποτε έδενε βαπόρι σε Ινδιάνικο λιμάνι, μπουκάρανε μέσα ντόπιοι μικροπωλητές και το πλήρωμα αγόραζε διάφορα πράγματα από αυτούς. Ο πατέρας σου είχε δώσει εντολή όλοι αυτοί να περιοριστούν στην τραπεζαρία του πληρώματος (σημ. υπήρχε ξεχωριστή τραπεζαρία για τους αξιωματικούς) και να δοθεί προσοχή μην τυχόν κάποιος από αυτούς πάει σε άλλο μέρος του πλοίου. Σε μένα μου είπε ότι αν χρειαστώ λεφτά, να έπαιρνα από ένα συρτάρι του γραφείου του που είχε αφήσει ένα μικροποσό σε δολάρια. Πραγματικά, κατεβαίνω στην τραπεζαρία και το μάτι μου έπεσε σ’ αυτούς τους δυο ελέφαντες και σε άλλους τέσσερις πολύ μικρότερους σε διαφορετικά μεγέθη αυτοί. Τους παζάρεψα από ένα δολάριο για κάθε μεγάλο και άλλο ένα δολάριο για τους τέσσερις μικρούς, τρία δολάρια συνολικά. Λέω στον Ινδό να περιμένει να του φέρω τα λεφτά. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα του καπετάνιου και τη στιγμή που άνοιγα το συρτάρι, παίρνει το μάτι μου τον Ινδό να περιμένει στην πόρτα. Αρπάζω τρία, έτσι νόμιζα δολάρια, του τα δίνω, του βάζω και τις φωνές που με ακολούθησε, αυτός ακουμπάει τους ελέφαντες στο πάτωμα παίρνει τα δολάρια, κάνει πενήντα υποκλίσεις και με τα χέρια του χειρονομία που σήμαινε ευχαριστώ, και thank you, thank you όση ώρα υποκλινόταν. Με το που τελειώνει, δίνει ένα δρόμο και έγινε άφαντος. Σα να κατάλαβα κάτι, ξανανοίγω το συρτάρι μετράω τα λεφτά που έμειναν και τότε διαπίστωσα το λάθος μου. Αντί για τρία δολάρια του έδωσα δύο δολάρια και ένα δεκαδόλαρο. Να ο λόγος για τις αμέτρητες υποκλίσεις. Τρέχω να τον βρω στην τραπεζαρία, αλλά βέβαια αυτός είχε φύγει. Μου ήρθε να σκάσω... Οχι τόσο για λεφτά, αλλά και για τη γρίνια του άντρα μου, γιατί είμαι απρόσεκτη, γιατί άφησα τον Ινδό να φτάσει μέχρι τη γέφυρα και το γραφείο του, όλα αυτά. Η στεναχώρια μου ήταν τέτοια που της Σεβαστής της Περικλήδαινας ο γιος, ο Τσιρόγιαννος(5), παραμάγειρας τότε στο βαπόρι τα κατάλαβε και μου είπε:

 

-Κυρία Αννα, τι σου συμβαίνει;

 

Του διηγήθηκα το πάθημα μου, και τότε μου λέει αυθόρμητα:

 

-Μη στεναχωριέσαι κυρία Αννα, να σε δανείσω εγώ, ούτε να το σκέφτεσαι...

 

Ο Τσιρόγιαννος, ένα φτωχό παιδί που ότι έβγαζε τα έστελνε σπίτι του στο χωριό και κρατούσε κάτι λίγα για τα τσιγάρα του...

Τον ευχαρίστησα και αρνήθηκα. Του είπα ότι θα αντιμετωπίσω τις φωνές του καπετάνιου.

 

Στα ανδριώτικα βαπόρια τότε, τα πληρώματα ήταν οι περισσότεροι Στενιώτες. Στη δουλειά υπήρχε ο καπετάνιος, οι αξιωματικοί, τα πληρώματα της μηχανής και της κουβέρτας. Εξω όμως από τη δουλειά ήταν όλοι μια οικογένεια. Οι μεγάλοι έβλεπαν τους μικρούς σαν παιδιά τους, οι μικροί τους μεγάλους σαν γονείς τους και οι συνομήλικοι μεταξύ τους ένοιωθαν σαν αδέλφια, έτοιμοι να στέρξουν ο ένας τον άλλο.

Αυτοί οι πιο παλιοί, μέσα στα καλά και τα άσχημα τους, είχαν και κάποιες αρετές που τις αποκτούσαν έτσι απλά, βλέποντας μόνο τι συμβαίνει γύρω τους, αρετές που σπανίζουν ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή μας.

 

_____________________________________________________________________________________________________

 

(5)Ξηροπαΐδης Γιάννης του Γεωργίου (1254) -

Για να δείτε μια φωτογραφία με τους ξύλινους ελέφαντες, πατήστε εδώ.

 

_________________________________________________________________________________________________________________________

 

 

3. Και ο ήλιος θέλει τον τρόπο του…

 

Την ιστορία αυτή διηγήθηκε ο Νικολός Αντ. Μπεγλέρης(6):

 

Το πρώτο μου μπάρκο ήταν σε βαπόρι που καπετάνιος ήταν ο πατέρας μου Αντώνης(7). Φεύγοντας από τη δυτική ακτή του Καναδά, συγκεκριμένα από το Βανκούβερ κατευθυνόμαστε προς την Ιαπωνία.

Κάποια μέρα το μεσημέρι ο πατέρας μου βγήκε έξω από τη γέφυρα για να πάρει το ύψος του ήλιου με τον εξάντα. Όμως ο ήλιος που είναι απαραίτητος για τη μέτρηση, κρυβόταν συνεχώς πίσω από τα σύννεφα. Κάποια στιγμή έχασε την υπομονή του και μου λέει:

 

-Νικολό τράβα στο δωμάτιο μου και στο τάδε ντουλάπι θα βρεις ένα κουτί με Συριανά λουκούμια. Φέρε μου ένα.

 

Πάω στο δωμάτιο του, βρίσκω τα λουκούμια, βάζω ένα σε ένα πιατάκι του καφέ και του το δίνω. Αυτός το πήρε και το ακούμπησε στην αριστερή φαναριέρα με το κόκκινο φως που χρησιμεύει για να δείχνει το πλοίο την πορεία του. Ω του θαύματος σε λίγο καθάρισε σε ένα σημείο ο ουρανός, φάνηκε ο ήλιος και ο Αντώνης που καραδοκούσε έκαμε μάνι-μάνι τη μέτρηση. Τρέχει στο chartroom κάνει τους υπολογισμούς του, βρίσκει το στίγμα, χαράζει την πορεία του βαποριού και γυρνάει στη γέφυρα ξέγνοιαστος για οδηγίες και κουβέντα με τον αξιωματικό και τον τιμονιέρη της βάρδιας. Το λουκούμι στο πιατάκι, ακόμα πάνω στη φαναριέρα.

 

-Πατέρα (του λέω) το λουκούμι σου το ξέχασες, δε θα το φας?

-Δεν το ‘θελα για μένα…

-Ε, τότε τίνος είναι κάνε?

-Του ήλιου. Και αυτός θέλει τον τρόπο του!

 

_____________________________________________________________________________________________________

 

(6)Μπεγλέρης Νικόλαος του Αντωνίου (1742) #2513 info.

(7) Μπεγλέρης Αντώνιος του Νικολάου (174) #3223 info. σημ. Ο Αντώνης είχε χαρακτήρα θυμόσοφου ανθρώπου και ήταν γενικά λιγομίλητος (γι’αυτό και το παρεπώνυμο του «Λουκέτος»). Στο γραπτό λόγο είχε ευφράδεια και ένα κείμενο του μπορείτε να το απολαύσετε εδώ.

 

 

 

Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Επιστροφή στην αρχική σελίδα