Η ιστορία του Απόλλωνα, του σκύλου του Δημήτρη Νικ. Εξαδάκτυλου (Μήτρου) (128).

 

Η ιστορία του Απόλλωνα παρατίθεται σε δύο μορφές.

 

Πρώτα όπως την άκουσε ο Νικολός Εξαδάκτυλος από τον  πατέρα του Γρηγόρη, αδελφό του Μήτρου.

 

Ο Μήτρος όταν ήταν μαθητής απέκτησε, άγνωστο πως, ένα σκυλάκι, τον Απόλλωνα το οποίο είχε καλό χαρακτήρα και συμπαθητική εμφάνιση με άσπρο μαλλιαρό τρίχωμα και σκούρα μάτια. Σαν παιδί ο Μήτρος αφιέρωνε πολύ χρόνο για παιχνίδια με τον Απόλλωνα, με αποτέλεσμα ο πατέρας του ο Νικολός ο Μηνάς (12) να γκρινιάζει ότι αμελούσε τα μαθήματα του.

Μετά από αρκετές νουθεσίες και επειδή ο πατέρας του Μήτρου πίστευε ότι δεν υπήρχε αποτέλεσμα, αρπάζει τον Απόλλωνα και τον ξορίζει(1) από τις Στενιές στο Νειμπορειό της Χώρας. Όταν γύρισε το βράδυ σπίτι του, ο Απόλλων τον περίμενε ξαπλωμένος και χαρούμενος στο κατώφλι του σπιτιού του. Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, τα ζώα έχουν αυτό το χάρισμα, να βρίσκουν το δρόμο, πίσω στο σπίτι που τους φιλοξενεί ή στη φωλιά τους.

Ο Μηνάς δεν το βάζει κάτω, και έχοντας τη φήμη σκληρού ανθρώπου, σε επόμενη ευκαιρία ξορίζει τον Απόλλωνα σε κάποια ακτή μετά την Αχλα (ο Μηνάς διέθετε μεγάλη βάρκα που του ήταν χρήσιμη στα διάφορα επαγγέλματα του). Όταν γύρισε το βράδυ σπίτι του, ο Απόλλων τον περίμενε ξαπλωμένος και χαρούμενος στο κατώφλι του σπιτιού του (μια από τα ίδια)!

Ο Μηνάς δεν παραδέχεται την ήττα του και αποφασίζει να ξορίσει τον Απόλλωνα στον Πειραιά… Παραδίδει το σκύλο στο λοστρόμο του ποσταλιού(2) που έκανε τα δρομολόγια Πειραιά - Ανδρο και πίσω στον Πειραιά με ενδιάμεσα λιμάνια, το Κόρθι, τα Υστέρνια, την Τήνο και την Ερμούπολη της Σύρου. Του δίνει τις σχετικές οδηγίες και με ικανοποίηση είδε το βαπόρι να απομακρύνεται από τη Χώρα και τον Απόλλωνα να κλαψουρίζει στην πρύμνη.

Αλλά… το βράδυ με μεγάλη του έκπληξη βλέπει το σκύλο πάλι στο κατώφλι του σπιτιού του! Τι να κάνει, αφού είδε ότι δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί το σκύλο, αποφάσισε πια και με κρύα καρδιά να τον κρατήσει. Σε μια εβδομάδα, όταν προσέγγισε ξανά το βαπόρι, ο Μηνάς βρίσκει το λοστρόμο και του ζητά να μάθει τι έγινε.

- Αστα καημένε - του απαντά - όταν φτάσαμε στο Κόρθι, ο σκύλος σαλτάρισε στη θάλασσα, κολύμπησε μέχρι τη στεριά και χάθηκε στα βουνά...

_________________________

(1)  εξορίζει, μεταφέρει σε μακρινό μέρος παρά τη θέληση του.

(2)  στο ναύκληρο του πλοίου της γραμμής.

 

 

Ακολουθεί η ίδια ιστορία όπως την άκουσε ο κος Σοφοκλής Καραγιάννης από την αδελφή του Μήτρου, Ορσαλία…

 

Ένας σκύλος ονόματι Πόλλων ή Απόλλων

 

Εκείνο το άσπρο μαλιαρόσκυλο κανείς δεν θυμάται από  που το περιμάζεψαν. Η και ακόμα κανείς δεν  σκεπτόταν να το ξεφορτωθεί. Δεν ήταν καν ράτσας,  ένα ζαγάρι και τίποτα παραπάνω. Ήταν όμως μέλος της οικογένειας  και τους αγαπούσε όλους εξίσου. Αν ήταν λυμένο και έμπαινες μέσα στο σπίτι έτρεχε αμέσως να σε υποδεχθεί, πηδώντας επάνω σου σαν να είχε να σε δει χρόνια ολάκερα. Σε ακολουθούσε μέχρι την πόρτα της κουζίνας και ζητούσε με το παραπονιάρικο βλέμμα του να του επιτρέψεις να μπει μέσα να το φιλέψεις. Άλλοτε πάλι, σε περίμενε υπομονετικά έξω στην αυλή μισοκουλουριασμένο. Που  και που χανόταν μέσα στον κήπο, κυνηγώντας καμιά κότα η  γάτα. Μερικές νύκτες ούρλιαζε για ώρες λυπητερά κανείς δεν ξέρει γιατί , το έδερναν για να σταματήσει. Βέβαια η αδυναμία του ήταν ο πάππους Νικολός που το βρήκε ορφανό και ο γιός του Μήτρος που ήταν και ο καλύτερος φίλος του.

Τα παιδιά συνήθιζαν να το βάζουν στη μέση στον κήπο για να παίξουν μαζί του. Όλο το χωριό αντιλαλούσε από χαρούμενες φωνές και ουρλιαχτά. ‘’ Πόολλων, Πόολλων,  Πόολλων βρε Απόλλων! ‘’ Και ο Απόλλων σάλταρε πάνω τους σαν νάθελε να τους αγκαλιάσει όλους μαζί . Τι χαρές που έκανε ο Απόλλων.

Ο Απόλλων όμως δεν συμπαθούσε καθόλου τους ξένους, με πρώτους τους Αρβανίτες που ερχόταν κυρίως από τη Βουρκωτή να πουλήσουν την πραγμάτια τους, αλλά δεν έβλεπε επίσης και με καλό μάτι τους περαστικούς.  Αν τύχαινε η αυλόπορτα να ήταν ανοικτή ορμούσε ύπουλα και έστρωνε στο κυνήγι τον άτυχο διαβάτη. Κάμποσοι είχαν δεχτεί και μερικές ψιλοδαγκωματιές πριν προλάβουν να του ξεφύγουν. Αλλά και όταν ήταν δεμένο, μόνο το κεφάλι του δεν ξεκολλούσε στην προσπάθεια να ξεφύγει και να μουντάρει. Ο Απόλλων ήταν ο φόβος της γειτονιάς. Τα παράπονα άρχισαν να πληθαίνουν από γείτονες και μη, που σχεδόν έπρεπε να ζητήσουν πασαπόρτι για να περάσουν μπροστά από το σπίτι των Εξαδακτυλαίων.. Μερικές φορές ο πάππους με μία γκόγκλα προσπαθούσε να στρώσει το σκυλί. Μάταια όμως. Ο Απόλλων ήταν ο μεγαλύτερος καβγατζής των Στενιών. Δεν τον πολυένιαζε αν που και που έτρωγε και καμία κλωτσιά.

Επιπλέον, ο πάππους ανησυχούσε που τα παιδιά του απασχολούταν με το σκυλί και δεν διάβαζαν. Τα μάλωνε ξανά και ξανά αλλά τίποτα. Ο παιγνιδιάρης Απόλλων δεν μπορούσε χωρίς παρέα και παιγνίδια.

Είδε και απόειδε ο πάππους και μην αντέχοντας τη γκρίνια της γυναίκας  του γιαγιάς Μόσχας αλλά και των γειτόνων   αποφάσισε να ξαποστίλλει  το σκυλί. Ένα πρωί λοιπόν, κρυφά για να μην τον δούνε τα παιδιά, τον καλόπιασε, τον τάισε, τον πότισε στο νεχυτό και φεύγουν σαν σε ταξίδι μακρινό.

Ο πάππους καβάλα στο μουλάρι του και ο σκύλος γαυγίζοντας έτρεχε μία μπροστά και μία πίσω. Κάνα δύο συγχωριανοί του που τους συνάντησε και τον ρώτησαν για πού το έβαλε τους απάντησε ότι πάει στα κτήματα.

Το μουλάρι επέστρεφε φορτωμένο με ξύλα για το παρακούζινο. Ο Πάππους πεζός συνόδευε. Και εκεί που περνούσαν από μια γιδογειτονιά, σε μια βατομένη  ρεματιά αρπάζει το σκυλί με τα δυό του χέρια και το αμολάει σβέλτα από ψιλά σε μια συστάδα θάμνων. Αυτό κουτρουβάλησε για λίγο σαν τουλούμι και μετά ξετρύπωσε κουτσαίνοντας, γεμάτο κολλητσόχορτα. Κοίταξε ψιλά και μη βλέποντας κανένα ξέσπασα σε λυπητερά γαυγίσματα. Ο πάππους πλέον είχε απομακρυνθεί χωρίς να νοιάζεται και το μουλάρι με τα ξύλα να τρίζουν από το βάρος έδειχνε να βιάζεται να τελειώσει την αγγαρεία. 

Λίγο μετά το μεσημέρι επέστρεψαν και ο πάππους άρχισε γρήγορα να λύνει τα ξεφτισμένα σκοινιά και να ξεφορτώνει το ζώο. Τα παιδιά δεν άργησαν να αντιληφθούν την απουσία του σκύλου.  Τα καθησύχασε όμως λέγοντας ότι κάπου εδώ γύρω θα αλητεύει και σύντομα θα είναι πάλι πίσω. Ο καθένας τράβηξε για τη δουλειά του και κανείς δεν το ξανασυζήτησε μέχρι που νύχτωσε.

Χαράματα της επόμενης ημέρας. Ένα χρυσαφένιο φως κατέβαινε από τα Αποίκια πλησιάζοντας προς το χωριό σαν κύμα και το λούζει κυνηγώντας το σκοτάδι. Ο πάππους στο κτήμα όλο και κάτι ψιλομαστόρευε. Ξάφνου του μπαίνει η ιδέα. Βρε λες να! Πλησιάζει προς την κέλλα και κοιτάζει μέσα. Ναι, ο Απόλλων είναι εκεί, σε μια αφύσικη στάση, με τα μάτια κλειστά, ακούνητος. Ο πάππους τον τραντάζει με το πόδι του. Ο σκύλος ίσα ίσα που  ανοίγει τα μάτια του σαλεύοντας την ουρά του και ξαναμένει ακίνητος στην ίδια στάση.

Εκείνο το πρωί βρήκε και τους δύο τους στη «Χελιδόνα», τη βάρκα του. Είχε μπονάτσα και με τις δυνατές κουπιές άφηνε τα ίχνη της για λίγο στην ήρεμη επιφάνια της θάλασσας χαράζοντάς την.  Τραβούσε για τα Άχλα  να ρίξει κανένα παραγαδάκι. Ο Απόλλων στην πρύμη σαν τιμονιέρης με τη γλώσσα έξω κοίταζε τον παππού που κωπηλατούσε επίμονα και σιωπηλά έτοιμος να παίξει και αυτός σε αυτό το παιγνίδι.

Τα ψάρια άλλοτε έδειχναν χρυσά και άλλοτε ασημένια στο πρωινό φως καθώς σπαρταρούσαν όπως ανέβαινε το παραγάδι. Γέμισε ένα πανεράκι και βρέχοντας ένα πανί τα σκέπασε να μείνουν δροσερά. Και ξάφνου ορθώνετε απότομα, φοβερός και με μιάς πετάει το δύσμοιρο Απόλλωνα στη θάλασσα. Βυθίζεται για λίγο και αμέσως ξαναβγαίνει στην επιφάνια κολυμπώντας επίμονα προσπαθώντας να φτάσει τη βάρκα που όμως έδειχνε ένοχα την πλάτη της.

Πέρασαν δύο μέρες. Μόνο ο πάππους πίστευε ότι το σκυλί δεν θα γύρναγε ποτέ. Οι υπόλοιποι της οικογένειας που και που θυμόταν την περίεργη εξαφάνιση του. Όλο και έλεγαν κάποια ιστορία για το τι μπορούσε να του έχει συμβεί.

Τον Απόλλωνα τον είδαν αυτή τη φορά να επιστρέφει κάτι παιδιά που έπαιζαν στο σταθμό. Ένα από αυτά μάλιστα έβγαλε μια κοροϊδευτική  κραυγή βλέποντας το να σέρνετε με δυσκολία, το κεφάλι χαμηλωμένο, προσπαθώντας να κάνει ένα βήμα παραπάνω και του πέταξε μια πέτρα. Το πέτυχε κοντά στην ουρά, αυτό όμως σαν να μη καταλάβαινε τίποτα προσπέρασε το γεφύρι.

Α, ο τρισκατάρατος, βλαστήμησε ο πάππους που πρώτος διέκρινε το σκυλί να αγωνίζεται με κόπο να ανέβει τις σκάλες. Του πέταξε ένα τσουβάλι και το σκέπασε σαν σάβανο να μην το δει κανείς. Το αρπάζει παραμάσχαλα και το ξαναδένει στο μουλάρι του. Και τότε, καθώς έστριβε στα καβάκια κατηφορίζοντας για τα Γιάλια μια κραυγή αντιλάλησε στην Πέρα Μπάντα συνοδεύοντας τους σαν επικήδεια ψαλμωδία:   «Πόολλων, Πόολλων, Πόολλων βρε Απόλλων!» Ήταν τα παιδιά που απελπισμένα έψαχναν το αγαπημένο τους σκυλί. Μέσα από το τσουβάλι ίσα που ακούστηκε ένα πονεμένο πένθιμο βογγητό του σκύλου που ξεψύχησε.

Εκεί ψηλά στην άκρη της βάρκας του, ο πάππους δήμιος σωστός, πέρασε το φαγωμένο βρόγχο  στο άψυχο κορμί  του ζώου, που τα πόδια του κουνιόντουσαν ακατάστατα σαν να προσπαθούσε να τον αγκαλιάσει για τελευταία φορά και στη άκρη έδεσε μια βαριά πλακιά. Ούτε καν πρόσεξε ότι το σκυλί δεν είχε πια ζωή. Ούτε αισθάνθηκε το δροσερό αεράκι που κουτρουβαλούσε από τα βράχια και έσμιγε με την αλμύρα της θάλασσας και με το τραγουδιστό πλατσούρισμα του κύματος που έλουζε τα φυκιομένα γκρέμνα ή την θολή καταχνιά που σαν κουρτίνα σκέπαζε στην άκρη τα σωθικά του ορίζοντα . Μήτε το απλανές, παγωμένο βλέμμα του σκύλου του, που  να τον κοιτούσε από το  διάφανο βυθό με γουρλωμένα  απλανή μάτια…