Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Λαογραφικά

 

Μέρες Γιορτής

 

 

Στις Στενιές, οι γιορτινές μέρες, Πρωτοχρονιά, Ευαγγελισμού, του Αη Γιώργη, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου κλπ., ξεχώριζαν από τις άλλες ημέρες πολύ περισσότερο από ότι σε άλλες περιοχές. Ο λόγος ήταν ότι οι άνδρες του χωριού, όντας ναυτικοί οι περισσότεροι και περνώντας λίγο από το χρόνο τους στο χωριό, έδιναν μεγάλη σημασία στις απολαύσεις που προσέφεραν οι μέρες αυτές.

Ηταν ευκαιρία να ανοίξουν, αν αυτοί γιόρταζαν, τα σπίτια τους για να δεχτούν ευχές, να κάνουν παρέα με συγγενείς και φίλους που ίσως είχαν καιρό να δουν, να φορέσουν τα καλύτερα τους ρούχα, να φάνε ξεχωριστούς μεζέδες και να καταναλώσουν καλά ντόπια κρασιά.

Ολοι ανεξαιρέτως εκκλησιάζονταν και μετά την απόλυση της εκκλησίας σχημάτιζαν ανδρικές πάντοτε παρέες από 10 μέχρι 15 το πολύ άτομα που διέσχιζαν όλο το χωριό περνώντας από όσα σπίτια γιόρταζαν. Οι παρέες είχαν κοινό στοιχείο και βάση την ηλικία. Συνήθως άτομα που ήταν μαζί στο σχολείο και μετά στο στρατό, που είχαν κοινές μνήμες από τα νιάτα τους. Ο αριθμός των ατόμων της παρέας δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα άτομα που μπορούσε ένα σπίτι να φιλοξενήσει για λίγη ώρα στο σαλόνι του.

Με την απόλυση της εκκλησίας οι γυναίκες έσπευδαν στα σπίτια τους αν γιόρταζαν ή σε σπίτια συγγενών και φίλων που θα χρειάζονταν κάποια βοήθεια. Τα σπίτια που γιόρταζαν (την Πρωτοχρονιά όλα ανεξαιρέτως και στις εορτές Αγίων αυτά που είχαν εορτάζοντα)  έπρεπε να έχουν την πόρτα τους ανοικτή, άσχετα με τον καιρό που έκανε. Κλειστή πόρτα σήμαινε ότι το σπιτικό δεν δεχόταν επισκέψεις. Ο λόγος μπορεί να ήταν ότι δεν γιόρταζε κανείς, ότι ένα πένθος δεν είχε λήξει ακόμα, οτιδήποτε.

Η παρέα έμπαινε στο σπίτι  με εύθυμη διάθεση, ιδιαίτερα αν ο εορτάζων τύχαινε να είναι παρών, φωνάζοντας δυνατά τις ευχές. Οι νοικοκυραίοι αντεύχονταν και οι επισκέπτες έπαιρναν θέσεις γύρω από το στρωμένο τραπέζι που ήταν γεμάτο με μεζέδες και κανάτες και ποτήρια με κρασί. Η κατανάλωση ήταν προσεκτική, γιατί τα σπίτια που ήταν ανοικτά απαριθμούνταν σε αρκετές δεκάδες. Τα πιο κοντινά στις εκκλησίες σπίτια είχαν την τιμητική τους σε κατανάλωση, ενώ αυτά που ήταν στις παρυφές του χωριού ήταν μόνο για καφέδες, για μεγάλη δυσαρέσκεια των νοικοκυρών που έβλεπαν τους μεζέδες τους να στέκουν και να μην τους αγγίζει κανείς. Ο χρόνος παραμονής σε κάθε σπίτι ήταν σχετικά μικρός, λίγα λεπτά και η άφιξη μια παρέας σηματοδοτούσε την αποχώρηση της προηγούμενης. Αν κάποιος άνδρας γιόρταζε, δεν έμενε όπως θα υπέθετε κανείς ξένος στο

σπίτι του, αλλά ακολουθούσε μέχρι το βράδυ την παρέα του. Οταν θα γύριζε στο σπίτι του αν ήταν σε καλή κατάσταση, ή αλλιώς την επόμενη ημέρα, θα έπαιρνε ρεπόρτο για το ποιοι πέρασαν από το σπίτι του, τις ευχές τους και τα σχόλια τους. Αν πάλι ταξίδευε, η μητέρα ή η σύζυγος του ανάλογα, είχαν την ιερή υποχρέωση να του τα γράψουν.

Η προετοιμασία για τη γιορτή ήταν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα της νοικοκυράς, αν σκεφτεί κανείς ότι τα Στενιώτικα σαλόνια άνοιγαν ελάχιστες (δυο-τρεις) φορές το χρόνο. Μερικά σπιτικά ήταν περιβόητα για τους πλούσιους μεζέδες και τα κρασιά, ενώ κάποια πάλι ήταν διαβόητα για τις ξυδιές που παρουσίαζαν για κρασί. Βέβαια οι παρέες τα είχαν σταμπάρει και γνώριζαν από πριν τι θα τιμούσαν και τι θα απέφευγαν.

 

_______________________________________________________________________________

 

(κείμενο από μια διήγηση του Κώστα Πολέμη(1) )

 

Κάθε πρωτοχρονιά ευχόμαστε στο Χωριό, επισκεπτόμενοι όλα τα σπίτια που η πόρτα της Σάλας ήταν ορθάνοιχτη. Στα σπίτια αυτά το τραπέζι ήταν στρωμένο με ποικίλους και εκλεκτούς μεζέδες αν ο σπιτονοικοκύρης ήταν ξέμπαρκος, και με γλυκά και ξηρούς καρπούς μόνο, αν ο άνδρας του σπιτιού ταξίδευε στα πέλαγα. Οι νοικοκυρές ανταγωνιζόταν σχετικά με τον πλούτο του μπουφέ.

Θυμάμαι μία πρωτοχρονιά γύρω στο 1965, η παρέα μου, απαρτιζόμενη από καμία εικοσαριά σχεδόν συνομηλίκους μου, μπήκαμε σε ένα από τα αρχοντόσπιτα του χωριού, ήδη χορτασμένοι και εν ευθυμία διατελούντες. Απλωθήκαστε γύρω από το μεγάλο τραπέζι, που ήταν γεμάτο με του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, όταν ακούστηκε ένας της ομήγυρης, με δυνατή φωνή, να σχολιάζει:

 

-Οχι γ.....το και εδώ μπρικ!!!

 

Το μπρικ, ακριβό έδεσμα, θυμάμαι το προμηθεύονταν οι Στενιώτισσες, από το παντοπωλείο του Βρεττού στην Χώρα, συσκευασμένο σε γυάλινα βάζα.

Κάποια άλλη πρωτοχρονιά, κάποια σπιτονοικοκυρά, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα τις προηγούμενες ημέρες, εκτός των άλλων φαγητών, να φτιάξει μεγάλο αριθμό καναπέ, διακοσμημένων με μπρικ σε σχήμα τρισδιάστατου τσαμπιού σταφυλιού, που για φύλλο είχαν κλωνάρι μαϊντανό. Πολύωρη δουλειά και με μεγάλο κόστος πρώτης ύλης. Για κακή της τύχη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, αρρώστησε σοβαρά η μητέρα της και το ενδεχόμενο του θανάτου της ήταν πολύ πιθανό. Θέλοντας να δώσει στο σπίτι διάθεση πένθους, άρχισε να πετάει τους μεζέδες στο κοτέτσι της. Κάποιος γείτονας, που είδε την σκηνή, μονολόγησε (φαντάζομαι τα σχόλια και την αγανάκτηση των ορνίθων):

 

-Αμάν πια με το μπρικ. Χάθηκε λίγο καλαμπόκι...

 

Η μητέρα της εν λόγω χωριανής ευτυχώς την σκαπουλάρισε, οι κότες όμως σίγουρα βαρυστομάχιασαν.

 

__________________________________________

 

(1) Πολέμης Κώστας του Νικολάου (1413181) #1126 info

 

Μπορείτε να δείτε μερικές φωτογραφίες από τέτοιες παρέες πατώντας εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.

 

 

Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Επιστροφή στην αρχική σελίδα