Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Η καράβα

 

(κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου)

 

Οποτε έρχομαι στο χωριό μου τις Στενιές, μεγάλο μέρος του χρόνου μου το περνάω στην αποθήκη του σπιτιού μου. Εκεί είναι το βασίλειο μου, το μόνο μέρος του σπιτιού που δεν έχει λόγο η γυναίκα μου, η οποία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην εμφάνιση του υπόλοιπου σπιτιού. Στην αποθήκη εκτός από κάποια εργαλεία για τον κήπο, για μικροεπισκευές και βαψίματα, υπάρχουν όλα εκείνα τα αντικείμενα που μαζεύτηκαν με τα χρόνια στο σπίτι, άχρηστα πια, αλλά που έχουν πάρει χάρη ή αναστολή εκτέλεσης, όχι πέταγμα δηλαδή στα σκουπίδια. Παλιά καζάνια για γλυκό ή χοιροσφάγια, μια σκάφη που πλέναμε τα ρούχα στο σπίτι όταν έβρεχε, πριν υδροδοτηθεί το χωριό, μια σκουριασμένη άγκυρα όταν είχαμε και μεις βάρκα, τέτοια πράγματα δηλαδή. Σε μια άκρη αυτής της αποθήκης, πάνω στο ντρούμι που φυλάω τα κάρβουνα, στέκει μια καράβα.

Τα παιχνίδια που παίζαμε εμείς τα Στενιωτόπουλα που γεννηθήκαμε στην Κατοχή ή λίγο μετά, ήταν αυτά που φέρναν οι ναυτικοί στα παιδιά τους, αυτά που οι γιαγιάδες αγόραζαν από τη Χώρα για τα εγγόνια τους και μια τελευταία κατηγορία ήταν αυτά που εμείς τα παιδιά ή κάποιοι μεγάλοι τα φτιάχναμε στο χωριό. Τα παιχνίδια που φέρναν οι πατεράδες μας ήταν τις περισσότερες φορές από την Ιαπωνία. Φαίνεται ότι στα λιμάνια της τα βαπόρια δένανε περισσότερο και οι ναυτικοί είχανε χρόνο να βγουν στην πόλη για αγορές. Όλα τα είδη ήταν φτηνά, η ποιότητα τους ευτελής, το made in Japan ήταν τότε συνώνυμο του πρόστυχου, ότι ήταν το made in P.R.C. τριάντα χρόνια αργότερα. Ψεύτικα οπλοπολυβόλα, σβούρες, καραβάκια με ηλεκτρική μηχανή μπαταρίας για τα αγόρια, σερβιτσάκια φαγητού και καφέ για τα κορίτσια ήταν τα πιο συνηθισμένα. Ολοι μας είχαμε από ένα-δυο τέτοια παιχνίδια, κάποιοι όμως ολόκληρα δωμάτια γεμάτα από δαύτα. Μια φορά το χρόνο που ήταν η γιορτή τους μας αφήνανε να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτά, όχι βέβαια να τα πιάσουμε στα χέρια μας και τα χαλάσουμε. Τα παιχνίδια με προέλευση από τα μαγαζιά της Χώρας, όλα από Ελληνικές βιοτεχνίες, ήταν φτηνιάρικα κατά βάση, προσιτά για τις συντάξεις των γιαγιάδων μας. Κούκλες, μπάλες ποδοσφαίρου, τόπια, τέτοια πράγματα. Εμένα μου άρεσαν φιγούρες από χαρακτήρες του Καραγκιόζη τις οποίες κόλλαγες σε χαρτόνι, τους έβαζες και μια βέργα για να τις κινείς σε αληθινό μπερντέ, ή σε πανί της φαντασίας σου. Είχα μια καλή συλλογή, Καραγκιόζη, Κολλητήρι, Αγλαΐα, Χατζηαβάτη, ΜπαρμπαΓιώργο, Βεζίρη κλπ. Από αυτά δεν υπάρχει τίποτα, όλα εξαφανίστηκαν σε μια μετακόμιση που έκαναν οι δικοί μου όταν εγώ ήμουν φαντάρος. Παιχνίδια αξιώσεων υπήρχαν μόνο σε μαγαζιά της Αθήνας και του Πειραιά. Οταν ένα τέτοιο παιχνίδι έκανε την εμφάνιση του στο χωριό ήταν συνταρακτικό γεγονός και η ζήλια αντίστοιχη.

Τα παιχνίδια που φτιάχνονταν στο χωριό συνήθως από εμάς τους ίδιους, ήταν χαρταετοί, ψεύτικα τουφέκια και σπαθιά από σανίδια, σφεντόνες (σαΐτες τις λέγαμε), τηλέφωνα με δυο κονσερβοκούτια και σπάγκο από το ένα στο άλλο, τέτοια πράγματα. Ένα παιχνίδι που έφτιαχναν για τα παιδιά οι μεγάλοι ήταν η καράβα όπως τη λέγαμε, ένα τενεκεδένιο καραβάκι δηλαδή. Το υλικό κατασκευής της ήταν ο τενεκές από εικοσάλιτρα δοχεία του λαδιού, πετρελαίου κλπ. Από αυτούς τους τενεκέδες αφαιρούσαν τη βάση και το καπάκι και έκοβαν αυτό που έμενε στη γραμμή της ραφής. Ετσι, έβγαινε μια τενεκεδένια λαμαρίνα διαστάσεων 35 x 94 cm. Τη λαμαρίνα αυτή τη διπλώνανε στη μέση ως προς τη μεγάλη διάσταση και μετά διαμορφώνανε την πλώρη και την πρύμνη διπλώνοντας δυο-τρεις φορές τις άκρες της λαμαρίνας και δίνοντας μια μικρή κλίση. Όταν γινόταν αυτό, άνοιγαν κάπου στη μέση τη διπλωμένη λαμαρίνα και κάρφωναν ένα σανιδάκι για να την κρατάει μονίμως ανοικτή. Η καράβα ήταν έτοιμη. Οι μερακλήδες της έβαζαν και μια βέργα για κατάρτι, ξάρτια μπορεί και κανένα πανί. Το τελευταίο γενικά το αποφεύγανε, υπήρχε ο κίνδυνος ο αέρας να παρασύρει το πλεούμενο ανοικτά ή να το γύρει στο πλάι και να το βυθίσει. Το μόνο που είχε να κάνει ο πιτσιρικάς πλοιοκτήτης της καράβας ήταν πριν την ρίξει στο νερό, να βάλει άμμο ή βότσαλα στο κήτος του πλεούμενου για έρμα.  Στην καράβα μπορούσες να βάλεις και ένα σπάγκο πού έδενε με ζύγια στις άκρες της, όπως στους χαρταετούς, και να τη σέρνεις από την παραλία παράλληλα με αυτή λίγα μέτρα μακριά από σένα. Τα περισσότερα αγόρια είχαν τουλάχιστο μια φορά στην παιδική τους ηλικία μια καράβα. Παιχνίδι συνήθως του ενός καλοκαιριού, ήσουν τυχερός αν το θαλασσινό νερό δεν διάβρωνε γρήγορα το λεπτό φύλλο του τενεκέ και μπορούσες να παίξεις με αυτό περισσότερα χρόνια. Όταν η καράβα σκούριαζε έπαιρνε το δρόμο της για τον Καραβά(1)  ή κάποια άλλη από τις χωματερές του χωριού για να καταλήξουν με τις νεροποντές, χρόνια αργότερα, όσα από τα υλικά της απέμειναν στην παραλία, στα Γιάλια.

Τις δικές μου καράβες τις έφτιαχνε ο Αντώνης ο Δαγιάσης(2), γείτονας που έπιαναν τα χέρια του. Οποτε γκρίνιαζα στη γιαγιά μου για καράβα, μου έδινε ένα γαλόνι με κρασί και με έστελνε στον Αντώνη.

 

-Τράβα στου Αντώνη του Δαγιάση και δώσε του το κρασί. Πρόσεξε κακομοίρη μη μου σπάσεις το γαλόνι.

 

Ο Αντώνης έπαιρνε το γαλόνι το κρασί, δεν μου έλεγε τίποτα, φαίνεται ότι υπήρχε συνεννόηση με τη γιαγιά μου και την άλλη ημέρα το γαλόνι γύρναγε στο σπίτι μας άδειο, αλλά συνοδεία με μια καράβα. Από τη μια στιγμή στην άλλη καπετάνιος, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής. Τι χαρά, τι όνειρα γέμιζαν την ψυχή μου, δύσκολο να τα περιγράψω τώρα.

Όταν ο γιος μου έγινε πέντε-έξη χρονών πήρα απόφαση να του φτιάξω και εκείνου μια καράβα. Κάτι ο τενεκές του λαδιού, που ερχόταν από φίλο στην Ηλεία, που άδειασε, κάτι μια ηθική υποχρέωση που ένοιωθα, να συνδέσω τη γενιά μου με την επόμενη στο κομμάτι έστω των παιχνιδιών, τελικά την πήρα την απόφαση.

Η καράβα, φτιαγμένη με τις ίδιες αρχές, πιο εξελιγμένη τώρα, με μολύβι στα έγκατα της για έρμα, διογκωμένη πολυουρεθάνη και κουβέρτα πρύμα πλώρα για το αβύθιστο, αλουμινένιο κατάρτι και τέλος βαμμένη για να μη φαίνονται τα σχέδια που συνήθως υπάρχουν σε ένα λαδοτενεκέ. Μια άγκυρα και το όνομα της καράβας κοσμούν τις μάσκες του πλεούμενου. Φινιστρίνια, έξη σε κάθε πλευρά συμπληρώνουν την εικόνα.

Ο γιος μου χάρηκε πολύ όταν τελικά την έφτιαξα και έπαιξε αρκετά μαζί της. Διέκρινα όμως ότι αυτή η χαρά δεν συγκρινόταν με τη χαρά των παιδιών της δικής μου γενιάς. Μιας γενιά που γεννήθηκε σε πολύ δύσκολες εποχές, που δεν μπούχτισε από δώρα και παιχνίδια.

 

 

__________________________________________________________________

 

Πατήστε εδώ για να δείτε τη φωτογραφία της καράβας.

 

(1)  Ο Καραβάς είναι μία από τις πηγές του χωριού, με πλύστρα. Καραβάς ονομάζεται και ο παρακείμενος χείμαρρος. Πατήστε εδώ για να δείτε την τοποθεσία.

(2) Δαγιάσης Αντώνης του Μαθιού (112) #736 info

 

 

Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών

 

Επιστροφή στην αρχική σελίδα