Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών
Λαογραφικά
Το στόλισμα των επιταφίων
(κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου)
Παρατηρώντας παλιές φωτογραφίες(1) από Στενιώτικους Επιτάφιους, της ενορίας του Αη Γιώργη και της ενορίας της Παναγίας, βλέπουμε ότι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ηταν πάντοτε στολισμένοι με τρόπο απλό, με τα άσπρα λουλούδια να κυριαρχούν και τα λουλούδια αυτά να προέρχονται από τις γλάστρες των Στενιώτικων σπιτιών, τους αγρούς γύρω από την οικιστική ζώνη του χωριού ή τα κράσπεδα των χωματόδρομων του. Κυρίαρχη θέση στα λουλούδια αυτά, ο φραγκοκόρακας (η βιολέτα ή μενεξές όπως το λένε αλλού) και τα άσπρα λεμπίνια (λούπινα). Τα σαλκίμια έμπαιναν και αυτά για να προσθέσουν με το χρώμα τους το πένθος στην εικόνα. Ο στολισμός του Επιτάφιου ήταν πάντοτε γυναικεία υπόθεση και γινόταν το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης από γυναίκες της κάθε ενορίας. Τα λουλούδια είχαν μαζευτεί την ίδια μέρα για να είναι δροσερά και φρέσκα και για να διατηρήσουν το όποιο άρωμα τους. Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η Άνδρος συνδέθηκε με τη Ραφήνα με ferry boats πολλά πράγματα άλλαξαν για τους κατοίκους των νησιών. Διάφορα προϊόντα άρχισαν να κατακλύζουν τα Ανδριώτικα καταστήματα, ο κόσμος να κουβαλάει με τα αυτοκίνητα του διάφορα αντικείμενα που δεν τα εύρισκες μέχρι τότε στο νησί και να πάρει άνθιση το επάγγελμα του ταχυδρόμου, όχι με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά του μεταφορέα (με τρίκυκλα έως φορτηγά αυτοκίνητα) διάφορων αντικειμένων. Στο χωριό μου τις Στενιές, άρχισαν δειλά-δειλά στην αρχή και συστηματικά αργότερα, τα λουλούδια του Επιτάφιου αν όχι όλα, πάντως τα εντυπωσιακότερα να καταφθάνουν σε κούτες από γνωστά ανθοπωλεία της Αθήνας. Στην αρχή σαν κάποιο τάμα για παιδί που πέρασε στο Πανεπιστήμιο ή για εγγόνι που γεννήθηκε, αργότερα σαν προϊόν εράνου μεταξύ των κυριών της ενορίας και δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που προσφέρθηκαν στη μνήμη κάποιας μάνας, που άφησε τον κόσμο αυτό, από τα εύπορα παιδιά της. Η αλήθεια είναι ότι η εμφάνιση του Επιτάφιου δεν είχε πια το αθώο θέαμα του στολισμένου από λουλούδια της γειτονιάς κι των αγρών που περιβάλουν το χωριό, αλλά απέκτησε εκείνη τη λάμψη της κατασκευής που θέλει να αναδείξει την προσπάθεια που έγινε για να φτιαχτεί, το κόστος για να αποκτηθούν τα υλικά, την επιθυμία να φανεί πρώτη στη σύγκριση η παρέα που τον έφτιαξε. Μα αν το σκεφτούμε πιο βαθειά, όλα αυτές τις ημέρες δεν κρύβουν μια προσπάθεια για ανάδειξη; Τι υστερεί; Τα ρούχα και τα παπούτσια που φοράμε; Οι λαμπάδες που αγοράζουμε στους φιλιόσους, τα παιδιά και τα εγγόνια μας; Η μήπως ο οβολός που ρίχνουμε στο παγκάρι; Τέλος και μερικοί από μας ας το παραδεχτούμε, πάμε στην εκκλησία το Πάσχα και τη Λαμπρή για να συναντήσουμε γνωστούς και φίλους που συνέρρευσαν και αυτοί στο χωριό περισσότερο, παρά για να εκκλησιαστούμε... Στις Στενιές όπως και σε όλα τα άλλα χωριά του νησιού μας, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης που μαζεύονται οι κυρίες και οι κοπέλες για να στολίσουν τον Επιτάφιο συντελείται μια μυσταγωγία που οι συμμετέχουσες την περιμένουν όλο το χρόνο. Στην ομάδα υπάρχει απαρέγκλιτα μια επικεφαλής, της οποίας ο λόγος είναι νόμος. Αυτή έχει σχεδιάσει το στολισμό, αφιερώνοντας άπειρες ώρες τους προηγούμενους μήνες. Εχει υπολογίσει τα υλικά. Εχει φροντίσει για την παραγγελία τους και την έγκαιρη μεταφορά στην εκκλησία. Εχει καθορίσει τους ρόλους, ποια θα κάνει τι. Δεν έχει αφήσει καμιά λεπτομέρεια να της ξεφύγει. Την ώρα της δουλειάς επιβλέπει και προσέχει τις υπόλοιπες να μη χαζολογούν ή να κάνουν λάθη στο μέτρημα του μήκους κάθε γιρλάντας. Το ύφος της είναι αυστηρό, ενώ όλες οι υπόλοιπες έχουν εύθυμη διάθεση. Οταν περάσει λίγη ώρα, οι γλώσσες λύνονται και αρχίζουν να ακούγονται ιστορίες, στην αρχή αστείες αργότερα πιπεράτες και τελικά τόσο τολμηρές που όλες οι γυναίκες τις επόμενες ημέρες απορούν πως τις είπαν ή τις άκουσαν μέσα σε μια εκκλησία. Στο τέλος όταν τελειώσει το στόλισμα του επιτάφιου, καμαρώνουν το έργο τους ελπίζοντας ότι τα σχόλια των ενοριτών που θα τους δουν τη Μεγάλη Παρασκευή, θα είναι ευνοϊκά και τέλος πάντων ο δικός τους επιτάφιος θα είναι πιο όμορφος από αυτόν της άλλης ενορίας του χωριού. Στο μυαλό κάθε γυναίκας που πήρε μέρος στο στόλισμα, την ώρα που γυρνά στο σπίτι της, κάπου κοντά στα ξημερώματα οι σκέψεις της είναι στους δικούς της που λείπουν στη θάλασσα, στον άντρα, στο παιδί, ή στον αδελφό. Σκέφτεται τι θα του γράψει. Για τον Επιτάφιο, για τα σμπάρα και τα μάσκουλα της Λαμπρής. Για την ελπίδα και ευχή της, το επόμενο Πάσχα να είναι μαζί στο Χωριό. Ετσι, κάθε Μεγάλη Παρασκευή πρωί, όλος ο κόσμος του Χωριού περνάει από τις εκκλησίες, προσκυνά τους Επιτάφιους και με χαλαρή διάθεση περιμένει να έλθει το βράδυ για την περιφορά τους στους δρόμους του χωριού. Εκείνη την ημέρα καμιά δουλειά δεν γίνεται. Είναι ιερή. Τα αυγά έχουν βαφτεί. Ο λαμπριάτης είναι δουλειά του Μεγάλου Σαββάτου.
___________________________________________________________________________________
(1)Μπορείτε να δείτε φωτογραφίες από Στενιώτικους Επιτάφιους πατώντας εδώ.
Επιστροφή στον κατάλογο των Λαογραφικών
|
|