Πάππου που πας;
Το παιχνίδι αυτό είναι μια παραλλαγή του κυνηγητού και παίζονταν σε στενούς δρόμους του χωριού, ποτέ στην πλατεία ή σε φαρδείς δρόμους. Ανήκει στα ανταγωνιστικά παιχνίδια του τύπου ένας εναντίον των υπολοίπων. Οι παίκτες (λόγω μαγκούρας και φρασεολογίας) ήταν πάντοτε αγόρια.
Αρχικά ορίζονταν ο παίκτης «μάνα» που στην περίπτωση του παιχνιδιού ονομάζονταν πάππους. Μια μέθοδος ορισμού ήταν η κορμπανιά. Ο πάππους ήταν εφοδιασμένος με μία αυτοσχέδια μαγκούρα και το παιχνίδι ξεκινούσε με τον πάππου να προπορεύεται και να παριστάνει το γέρο που περπατούσε αργά-αργά στηριζόμενος στη μαγκούρα του. Πιο πίσω ακολουθούσαν τα υπόλοιπα παιδιά. Κάποια στιγμή οποιοσδήποτε από τους ακολουθούντες φώναζε:
- Πάππου που πας; - Πάω στο ταφείο να ανάψω το καντηλάκι μου... - Να ‘ρθουμε και μεις; - Να ‘ρθετε, αλλά να μην κλ@νετε! (η απάντηση αυτή που σκοπίμως λεγόταν πολύ δυνατά, εξόργιζε τις μανάδες και τις γιαγιάδες οι οποίες τύχαινε να ακούν τα παιδιά να παίζουν).
Τα παιδιά ακολουθούσαν, αλλά σε μια στιγμή, όλα μαζί προσποιούνταν τον χαρακτηριστικό θόρυβο τον οποίο ο πάππους είχε ζητήσει να μην ακουστεί. Τότε ο πάππους γύριζε και κυνηγούσε τα παιδιά τα οποία φυσικά έτρεχαν για να αποφύγουν τη μαγκούρα που τους πέταγε και η οποία θα έχριζε πάππου τον πρώτο που θα ακουμπούσε. Βέβαια τα παιδιά κρατούσαν απόσταση από τον πάππου και προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μαγκούρα, αλλά ταυτόχρονα οι πιο πονηροί που προπορεύονταν καθυστερούσαν επίτηδες στο στενό δρόμο για να εμποδίσουν τους λίγο πιο αργούς οι οποίοι ακολουθούσαν.
|