κείμενο του Νικολού Εξαδάκτυλου

 

Πανηγυρικός λόγος για τον εορτασμό της Εθνικής Εορτής που τιμά την 28 Οκτωβρίου 1940

 

 

Τον Οκτώβριο του 1984 είχα την τιμή να εκφωνήσω στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας τον πανηγυρικό λόγο για την Εθνική Εορτή της 28ης Οκτωβρίου. Σας τον παραθέτω.

 

Ο Ευρωπαϊκός κόσμος έζησε για έξη χρόνια, από το 1939 μέχρι το 1945 τον πιο φριχτό εφιάλτη που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει περίτρομη η ανθρώπινη φαντασία.
Στη στεριά, στη θάλασσα και στον αέρα, τα τέρατα της αποκάλυψης κυριάρχησαν πάνω στο σώμα και στην ψυχή της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει στέρηση, δεν υπάρχει βάσανο που να μην υπέστησαν οι λαοί.
Η Ευρωπαϊκή ήπειρος από τον Ατλαντικό μέχρι τον Βόλγα καταστράφηκε. Οι πηγές της ευημερίας και της άνεσης των πληθυσμών της στέρεψαν για να τροφοδοτήσουν τον αχόρταγο πόλεμο. Τα πάντα θυσιάστηκαν. Εκατομμύρια έδωσαν τη ζωή τους για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Αξονα και έπεσαν στο πεδίο της τιμής. Εκατομμύρια αμάχων, γερόντων, παιδιών και γυναικών έσβησαν κάτω από τα θραύσματα των βομβών και των ρουκετών και θάφτηκαν μέσα στα ερείπια των σπιτιών τους. Η κόλαση ποτέ δεν περιγράφτηκε με τόσο φοβερά χρώματα. Παντού χαλασμός, σπίτια καμένα, χωριά αδειανά, πένθος, ορφάνια, κακομοιριά και απελπισία. Τα χώματα αντί να δεχτούν στα σπλάχνα τους τους σπόρους της ζωής, άνοιξαν για να δεχτούνε τους νεκρούς.
Ενώ λοιπόν σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο ο ουρανός της Ευρώπης κι’ ενώ οι βροντές άρχισαν να ακούγονται καθαρά, η Ελλάδα ξεμοναχιασμένη στο δραματικό της ακρωτήριο, δίχως ουσιαστική συμπαράσταση από πουθενά, ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά μέσα στην Ιστορία, τη μοίρα της: την πάλη ενάντια στο δεσποτισμό. Αυτή τη φορά ενάντια στο Φασισμό.
Η 28η Οκτωβρίου 1940 που την επέτειο της τιμάμε σήμερα, δεν είναι απλά ένας πολεμικός θρύλος, από τους λαμπρότερους έστω που έχει δημιουργήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Θα περιοριζόταν ασφαλώς η σημασία του αν τον βλέπαμε απλά σαν μια μάχη που κερδήθηκε. Η Πίνδος, για να δώσουμε στο γεγονός το όνομα με το οποίο πέρασε στην Ιστορία, όχι μόνο την Ελληνική αλλά και την Παγκόσμια, είναι μια υψηλή απόδειξη:
Ενας λαός φτωχός, αριθμητικά μικρός και πολεμικά απροπαρασκεύαστος, ρωτήθηκε την ώρα του μεγαλύτερου σεισμού που συγκλόνισε την Ευρώπη, που συντάραξε την Οικουμένη ολόκληρη, αν θα φανεί πιστός στο ιδεώδες της ελευθερίας που εκφράζει το πνεύμα της ιστορίας του. Και αν για χάρη αυτού του ιερού ιδεώδους θα δεχόταν να περάσει από το θυσιαστήριο.
Η νεώτερη ιστορία μας δείχνει ότι, από τις αρχές ακόμα του εικοστού αιώνα, είχαν φανεί οι εχθρικές προθέσεις που έτρεφε απέναντι στην Ελλάδα η μεγάλη δύναμη της Αδριατικής. Η κατάληψη της Δωδεκανήσου με τρόπο παραπειστικό και πρόσχημα την απελευθέρωση, η βαθμιαία πολιτική διείσδυση της Ιταλίας στην Αλβανία – προγεφύρωμα για μελλοντική δράση στη Βαλκανική – ο βομβαρδισμός της ανοχύρωτης Κέρκυρας το 1923 για αντίποινα ενός εγκλήματος που οι ίδιοι οι Ιταλοί είχαν διαπράξει, δεν ήταν παρα μόνο οι πιο θεαματικοί σταθμοί μιας σειράς από ενέργειες που εκφράζανε τις βλέψεις της Ιταλικής πολιτικής μέσα στον Εθνικό Ελληνικό χώρο.
Η πρώτη αντίδραση του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, τη στιγμή που γινόταν η απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία – αυτή που μπορεί κανείς να πει οτι προδιέγραφε και την κατοπινή στάση της χώρας απέναντι στην εισβολή – περιέχεται στη διαταγή της 9ης Απριλίου 1940 προς τις διοικήσεις του Δεύτερου Σώματος Στρατού και της Ενατης μεραρχίας.


«Εις περίπτωσην εισβολής των Ιταλικών στρατευμάτων εις το έδαφος μας, εντολή σας κατηγορηματική είναι η μέχρις εσχάτων μετά πείσματος διεκδίκησης του εθνικού ημών εδάφους»


Ανάλογη διαταγή στέλνεται την ίδια μέρα και στον διοικητή της Ογδοης Μεραρχίας. Διαταγές τέτοιες, όπως φωτίζονται αργότερα από τα γεγονότα που επακολούθησαν, παίρνουν κάτι το τελειωτικό. Οι μονάδες προς τις οποίες απευθύνονται οι προηγούμενες διαταγές, είναι οι δυνάμεις που θα προάσπιζαν τον εθνικό χώρο από την κατεύθυνση της Αλβανίας.
Η ιερόσυλη πράξη του τορπιλισμού της Ελλης ανήμερα της Παναγίας στο ιερό της νησί, θα κατασταλάξει μέσα στην ψυχή του Ελληνικού λαού, θα τη βοηθήσει να ωριμάσει γοργά μέσα στους δυόμισυ μήνες που θα ακολουθήσουν και θα χρωματίσει με ιερότητα τον αγώνα που έμελλε να γίνει.
Εδώ χρειάζεται μια αποσαφήνιση. Οι Ιταλοί, τις στιγμές εκείνες δεν ήταν αυτοί που θεώρησε ο κόσμος αργότερα, όταν η αγωνιζόμενη Ελληνική ψυχή τους επέβαλε την γνωστή τώρα μείωση. Οι Ιταλοί του 1940, αφού πρώτα είχαν καταλάβει τη Βρετανική Σομαλία και βάραιναν απειλητικοί με επιτυχίες στα σύνορα Αιθιοπίας και Αγγλικού Σουδάν, είχαν προελάσει στη Λιβύη σε βάθος 100 χιλιομέτρων προς την Αλεξάνδρεια, απώθησαν τους Βρετανούς, κατέλαβαν το Σολούμ και το Σίντι ελ Μπαράνι. Οι Βρετανοί είχαν αγκιστρωθεί με σημαντικές δυνάμεις στη Μάρσα Ματράχ. Στη Μεσόγειο, ο Ιταλικός στόλος, δεύτερος μετά τον Αγγλικό, αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ελευθερία ενέργειας μετά της επιτυχίες του στην Αφρική και το κλείσιμο της Αδριατικής. Απέναντι σ’αυτό το στόλο που θα εξασφάλιζε τις μεταφορές των μητροπολιτικών στρατευμάτων και θα απειλούσε τα Ελληνικά παράλια, ο Ελληνικός στόλος δεν είχε παρά τις δεκαέξι φτωχές του μονάδες να αντιτάξει. Από αυτές, ο Αβέρωφ ήταν παλιός, με μειωμένη μαχητική αξία, εξαιτίας της μικρής του ταχύτητας. Τέσσερα από τα οκτώ Ελληνικά αντιτορπιλικά ήταν και αυτά παλιά, καθώς και τα έξη συνολικά υποβρύχια. Αυτά τα μειονεκτικά στοιχεία πρέπει να έχει κανένας υπόψη του, όχι μόνο για τη δυσαναλογία μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων, αλλά και για τον ψυχολογικό ρόλο που μπορούσαν να παίξουν.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 έγινε μια αποκάλυψη:
Διαφορετικό έπεσε να κοιμηθεί το Εθνος και διαφορετικό ξύπνησε.
Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα:

 

ΠΟΛΕΜΟΣ! ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΕΙΣΒΑΛΟΥΝ

 

ήταν σαν γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν ολονών τα στήθη. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά! Βουερή μέσα στο αίμα! Μιλούσε! Κι’ο πιο ταπεινός, έκανε άθελα του τη σκέψη, πως σ’αυτόν έλαχε να τιμήσει τη φάλαγγα των νεκρών ηρώων που ξεκινάει από πολύ μακριά και δίνει νόημα στο χρόνο. Η εκλογή της μοίρας ήταν βαριά, αλλά και για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη. Δε δίστασε ούτε μια στιγμή. Και ήταν η εποχή που η υλική δύναμη των εχθρών της ελευθερίας, καθώς είχε φτάσει στις καταπληκτικότερες τεχνικές πραγματοποιήσεις, δεν συναντούσε πουθενά το παραμικρότερο εμπόδιο. Πανίσχυρα σύνορα μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών έσπαζαν σαν τα τζάμια. Οι δρόμοι άνοιγαν παντού στην εισβολή των βαρβάρων. Οι πολεμικές μηχανές κατέστρεφαν ότι αποτελούσε τη δόξα, την τιμή και την περηφάνια αυτής της γηραιάς ηπείρου που συμβολίζει με το όνομα της τον πολιτισμό. Τα πάντα είχαν υποδουλωθεί. Από πουθενά μέσα στην περιοχή της Ευρώπης κανένας μα κανένας δεν περίμενε εκείνον τον καιρό καμία αντίδραση, καμία αντίσταση. Από τη μεγάλη Ευρώπη με τους στρατούς και τους στόλους και τις συμμαχίες και τα σύμφωνα και τις οχυρώσεις, δεν έμεινε τίποτα. Από όλες τις γραμμές, από όλα τα φρούρια, από όλους τους δρόμους είχε περάσει ο νικητής και τα είχε όλα σαρώσει. Ολα τα κράτη και όλοι τους οι στρατοί είχαν τσακίσει κάτω από το πέλμα του και έσκυβαν όλοι, άνθρωποι, όπλα και σημαίες στο πέρασμα του.
Και να τώρα, η δική μας η σειρά. Μα για μας δεν ήταν να γίνει ούτε λόγος. Ημαστε μια χούφτα ανθρώπων. Χρήματα δεν είχαμε, όπλα δεν είχαμε, δεν είχαμε μέσα μεταφορικά, πυρομαχικά, μηχανές, δεν είχαμε τίποτε.
Πότε θα πέφταμε;
Τα χαρτιά και οι αριθμοί έλεγαν την ίδια μέρα. Για την ίδια μέρα ετοίμαζε ο κόσμος όλος τα σάβανα μας. Κι’αν είμαστε γενναίοι; θα μπορούσαμε να αντέξουμε μια εβδομάδα. Κι’αν είμαστε ήρωες; ένα μήνα. Ετσι έλεγαν οι στρατιωτικοί, τα βιβλία, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες της εποχής.


…οι καημένοι οι Ελληνες…


Αλλά οι καημένοι οι Ελληνες πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους γυμνοί και όρμησαν στα βουνά και πρόβαλαν έτσι γυμνούς τους εαυτούς τους μπροστά στα άρματα και τις λόγχες και με τα μπράτσα τους και τις φωνές τους έβαλαν αρχή για την τιμωρία του εισβολέα. Ακριβώς αυτή την ώρα του τρόμου, που μέσα στις καρδιές των λαών της Ευρώπης άρχισε λίγο λίγο να χάνεται και η τελευταία ελπίδα, η γριά Ελλάδα, η πνευματική μάνα της Ευρώπης σηκώθηκε λουσμένη με φως. Με το άσβεστο φως των Θερμοπυλών και των Μαραθώνων. Αυτή ήξερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πόσο εφήμερη είναι η επικράτηση της βίας σ’αυτόν τον κόσμο. Και τότε ακούστηκε μια φωνή τρομαχτική, που κράτησε τις αναπνοές όλου του κόσμου:


ΝΙΚΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Οι Ελληνες μπαίνουν στην Αλβανία!
Οι Ελληνες πιάνουν τους εισβολείς αιχμάλωτους!
Οι Ελληνες πήραν την Κορυτσά!
Οι Ελληνες φτάνουν στη θάλασσα!


Και γινήκαμε και τι δε γινήκαμε… Αρθρα, βιβλία, θέατρο, ζωγραφιές, στίχοι, παραμύθια, θρύλος. Ολος ο κόσμος μιλούσε για μας. Ποτέ δεν αποδείχτηκε πιο πανηγυρικά η αδιάσπαστη ενότητα του Ελληνικού πνεύματος. Οπως τότε που ήρθαν οι Μήδοι. Οπως κάθε φορά που εμφανίζονται οι Βάρβαροι. Αυτός ο μικρός λαός των ολίγων εκατομμυρίων με την άγονη αλλά τόσο αξιολάτρευτη γη που του κληροδότησαν οι πατέρες του, έγινε από την μια μέρα στην άλλη απέραντος, για να δώσει μιαν ιδέα της τεράστιας έκτασης που παίρνουν τα ηθικά και πνευματικά του σύνορα. Πιστός πάντα στην έννοια της ποιότητας, περιφρόνησε την ποσότητα των Φασιστών. Οι αριθμοί, οι μηχανές, η τεχνική, στάθηκαν ανίκανοι να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του στην ψυχή. Και μ’αυτή νίκησε.
Ολος ο απελπισμένος, ο κουρασμένος, ο χαμένος κόσμος ανέπνευσε χάρη σε μας. Του δώσαμε την πρώτη νίκη, τις πρώτες ελπίδες. Ετσι, οι Σύμμαχοι έβλεπαν οτι ενώ τα πάντα κατέρρεαν στα Βαλκάνια, οτι ενώ η Βουλγαρία και η Ρουμανία είχαν ήδη υποκύψει αμαχητί, η Γιουγκοσλαβία ετοιμαζόταν έντρομη να παραδοθεί και η Τουρκία να παίζει δήθεν το ρόλο του ουδέτερου, μόνο η Ελλαδα στεκόταν όρθια, πιστή μέχρι το θάνατο μέσα στην καταιγίδα, στα προαιώνια ιδανικά της.
Σε λίγους μήνες τα πράγματα ήρθαν να επιβεβαιώσουν με σπαρακτικό πανηγυρισμό την Ελληνική θέση στην Ιστορία: το δεύτερο Ελληνικό
«ΟΧΙ» αυτή τη φορά απέναντι στους Γερμανούς ακούστηκε στα Μακεδονικά βουνά. Αυτό ήταν η σανίδα σωτηρίας, η χαραυγή της νίκης. Γιατί σήμερα γνωρίζουμε οτι η απεγνωσμένη Ελληνική αντίσταση έδωσε τον καιρό στη Μέση Ανατολή να οργανωθεί. Γνωρίζουμε ότι χωρίς αυτήν θα χάνονταν όλη η Μεσόγειος. Οτι θα χάνονταν και το Ανατολικό Μέτωπο. Πόσες φορές δεν έχει ειπωθεί ότι η Μάχη της Ελλάδας καθυστέρησε τον Χίτλερ για έξη κρίσιμες εβδομάδες στην εξαπόλυση της γιγαντιαίας εκστρατείας του κατά της Ρωσίας. Ισως αν δεν υπήρχε αυτή η καθυστέρηση, ο πόλεμος ολόκληρος να είχε για μας χαθεί.
Ετσι ένα πρωί του Απρίλη του 1941, η Ελλάδα βρέθηκε να πολεμάει με τις δύο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή ήταν πολύ μεγάλη. Ολοι την ένοιωθαν. Μετά τα 48 εκατομμύρια των Ιταλών, ήρθαν άλλα 80.
Κάναμε πολλή υπομονή και πολεμήσαμε πάλι. Οχι λίγο. Πολύ.
Η άνοιξη για την Ελλάδα όμως δεν ήρθε. Ηλθε ο χειμώνας. Βαρύς και σκληρός. Ο μαύρος χειμώνας της Κατοχής.
Χάρις όμως στο νέο Ελληνικό ΟΧΙ που συμπλήρωσε το πρώτο ΟΧΙ, έγινε η στροφή του πεπρωμένου. Οι Σύμμαχοι κέρδισαν τη λεπτή μάχη του χρόνου.
Οταν ήλθε το τέλος, όταν οι δάφνες έγιναν χειροπέδες και τα βουνά φύλακες, όταν έπεσαν πάνω μας ένας, δύο, τρείς και πιο πολλοί στρατοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι ακόμα και Αλβανοί και λίγοι Ρουμάνοι, και μας έδεσαν και μας μαστίγωσαν και μας έβαλαν στις φυλακές και μας άφησαν να πεθαίνουμε από την πείνα, τότε αρχίσαμε έξω από της φυλακής τα σίδερα το τραγούδι της Αντίστασης. Επρεπε να πολεμήσουμε πάλι, έπρεπε όπως-όπως να συνεχίσουμε. Οι αγωνιστές άλλοι μόνοι τους και άλλοι σε οργανώσεις, άλλοι στις πόλεις και άλλοι στο βουνό, άλλοι μέσα και άλλοι έξω από την Ελλάδα, ο καθένας με τον τρόπο του, έγραψαν χρυσές σελίδες στον πόλεμο της φθοράς, της καθυστέρησης, της διάβρωσης της μηχανής του κατακτητή. Ο Ελληνικός λαός έκανε άλλη μια φορά το καθήκον του. Οι υπηρεσίες που προσέφερε αυτός ο μικρός λαός, μόνος στην τραγική στιγμή της γενικής κατάρρευσης και τρομοκράτησης, μόνος όρθιος μέσα στα Ευρωπαϊκά ερείπια, είναι από εκείνες που δεν λησμονιούνται ποτέ.
Αυτός ο λαός ύψωσε σα λαμπάδα τη θέληση του για αντίσταση και έσπασε τα σκοτάδια του φόβου. Αυτός ο λαός νίκησε πρώτος και ολομόναχος μια αυτοκρατορία που εθεωρείτο τρομερή. Αυτός ο λαός ύψωσε πρώτος με τα ματωμένα χέρια του τη σημαία της Ελευθερίας, τον καιρό που την είχε κατεβάσει η βία από παντού. Με το οξυγόνο του Αλβανικού έπους, ανέπνευσε, ανέκτησε τις αισθήσεις της η λιποθυμισμένη Ευρώπη.
Από τότε που τραβήχτηκε ο πόλεμος στη φωλιά του και ο αχός της μάχης δεν ακούγεται πια, εμείς δεν κρύψαμε τα όπλα στα σεντούκια. Περιμένουμε άγρυπνοι στη στάση
«παρά πόδα». Γνωρίζουμε πως το ερώτημα που βάζει σε δοκιμασία ζωής και θανάτου τα Εθνη, πάντα πλανάται γύρω μας. Πάντα θα υπάρχουν αυτοί που κάποια στιγμή θα μας ρωτήσουν αν ακόμα αγαπάμε την Ειρήνη και την Ελευθερία. Μα αν τολμήσουν, για μας δεν θα υπάρξει δισταγμός, δεν θα υπάρξει δεύτερη σκέψη.

 

ΟΧΙ!

Κανείς ξένος δεν έχει δικαίωμα στη γη μας. Ούτε στον αέρα μας. Ούτε στις θάλασσες μας. Είναι δικές μας. Και δικές μας θα είναι για πάντα.

 

 

Νικολός Εξαδάκτυλος