Ο Παπανικόλας σαν ερασιτέχνης στιχουργός δεν θα παρέλειπε να γράψει και την αυτοβιογραφία του σε στίχους. Το ποίημα, στο ύφος που συνήθιζε, είναι χωρισμένο σε δώδεκα κεφάλαια (αριθμός προσφιλής σε ιερωμένους) με τα πρώτα εύθυμα, αλλά το τελευταίο τραγικό. Ο Παπανικόλας έχασε το στερνοπαίδι του Κώστα σε αύτανδρο ναυάγιο που έγινε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πίστευε μέχρι τέλους ότι ο Θεός τον δοκίμαζε σαν τον Ιώβ, ότι το παιδί του κάποτε θα ξέφευγε από πειρατές που τον είχαν αιχμαλωτίσει και ότι τελικά θα γύρναγε στην οικογένεια του...

 

Το ποίημα προσέφερε ο εγγονός του κος Νικόλαος Ευ. Καλογήρου.

Το ποίημα είναι χωρισμένο στον συμβολικό αριθμό δώδεκα χρονολογιών σταθμών, που σημάδεψαν την ζωή του!

 

H ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ

1907

 

Το χίλια εννιακόσια επτά

γεννήθηκα σε δυο λεπτά.

Κωνσταντής-Φλουρί (Μπουλίνα)

Έντεκα Απρίλη μήνα.

 

Με τύλιξε μ ένα πανί

η Νέζερ τότε η μαμή

και ευχήθηκε να ζήσω,

τα αγαθά να αποκτήσω.

 

Η μάνα μου με δάκρυα

με έβαλε σε μιαν άκρια,

αν κι ακόμα επονούσε

πότε πότε με κοιτούσε.

 

Μου έλεγε η καψερή,

μονάχα ναμαστε γεροι

ο Θεός και η Παναγία

να μας δίνει την υγεία.

 

Ήλθε το βράδυ ο μπαμπάς

του ΄πανε τα συχαρίκια,

μεθαύριο θα στέλνουνε

τις λίρες σαν χαλίκια.

 

Εκοίταξε την μάνα μου

που του κανε αγόρια,

απ τ απόψε Κωνσταντή

θε να κοιμάσαι χώρια.

 

1914

 

Εις στο σχολείο εγράφτηκα

κοινότης Αρτεμώνος,

ξυπόλητος επήγαινα

εν μέσω του χειμώνος.

 

Ποτέ μου δεν εκρύωσα

μα ούτε και συνάχι,

μάλιστα όταν χιόνιζε

αρχίζαμε την μάχη.

 

Στον Γιάνναρο εφοίτησα

την πρώτη και Δευτέρα,

το αγαπούσα το σχολειό

δεν έχασα μια μέρα.

 

Τρίτη, Τετάρτη είχαμε

τον δάσκαλο τον Βήχο

έπαιζε μάλιστα βιολί,

τραγούδαγε με ήχο.

 

Είπαμε, ότι γύριζα

Ξυπόλητος  στα χιόνια

ήταν ωραία εποχή

τα παλαιά τα χρόνια.

 

Στην εκκλησία πήγαινα

με τον παπα-Βασίλη

εγώ άναβα στο Ιερό

τ΄ ακοίμητο καντήλι.

 

Εσπερινό και λειτουργιά

ήμουνα στο στασίδι

και λάθος όταν έκανα

έτρωγα και βρισίδι.

 

Καθηγητάς είχαμε τρεις

Πρεζάνη και Δεπάστα,

τον Ευσταθίου τον κουτσό

αλλά καλά εβάστα.

1981

 

Θεέ, μεγάλη η χάρη σου

χάσαμε το παιδί μας,

άφησε χήρα κι ορφανά

πάει πια η ζωή μας.

 

Χάθηκε το Αντίπαρος

έγραψαν οι εφημερίδες,

όμως δεν χάθηκαν για μας

καθόλου οι ελπίδες.

 

Θεέ μου, σου αφιέρωσα

όλη μου την ζωή

κάνε λοιπόν το θαύμα σου

να ρθουν ένα πρωί.

 

Πήρε του πρώτου δίπλωμα

να σταδιοδρομήσει,

μα η κακούργα θάλασσα,

δεν τα άφησε να ζήσει.

 

Τα μάτια ρίχνω στον Θεό,

μια χάρη του ζητάω,

ζηταω το παιδάκι μας

και σε παρακαλάω.

 

Το ξέρω πως δεν θ αρνηθείς,

ξέρω θα μας τον φέρεις,

θέλω το γέλιο στα παιδιά

εσύ να τους το φέρεις.

 

Μπρος στην γλυκιά σου την μορφή

Μ ευλάβεια γονατίζω,

Θεέ μου σε ευχαριστώ,

πες μου το να ελπίζω;

1921

 

Το εικοσιένα έφυγα

από το σχολαρχείο,

επήγα για μηχανικός

εις το μηχανουργείο.

 

Πήρα τ απολυτήριο

είκοσι – εικοσιένα,

ετοίμασε τον μπογο μου

η μάνα που μ εγέννα.

 

Ποτάμι παν τα δάκρυα

της μάνας μου που λέτε

σαν μου δινε τον μπογο

μου ήτανε να μας κλαίτε.

 

Άντε παιδί μου στο καλό

μονάχα να προσέχεις,

την Αγία Μαρίνα μάτια μου

προστάτη να την έχεις.

 

Με την ευχή της μάνας μου

εμπηκα στο βαπόρι

εσήκωσε την άγκυρα

για τον Περαια πλώρη.

 

Ξυπόλητος, ξεσκούφωτος

κανένας δεν με βλέπει

και συναυγα ξεμπάρκαρα

άϋπνος στον Τζελέπη.

 

Μηχανικός ηθέλησα

κι εγώ να πα να γίνω

κι έμενα σε μαγέρικο

στον μπάρμπα μου από την Τήνο.

 

Εργάστηκα πολύ σκληρά

κι έγινα τεχνίτης,

με υπομονή κι επιμονή

ένας καλός πολίτης.

 

1927

 

Στο ναυτικό υπηρέτησα

Κιλκίς το θωρηκτό

με την αγάπη μπέρδεψα,

πρέπει να παντρευτώ.

 

1929

 

Πήρα τα απολυτήριο

 βρήκα στην βιοπάλη

 με φορτηγό μπαρκάρησα,

για τις δουλειές μου πάλι.

 

1931

 

Από μικρός κι απ΄ το σχολειό αγαπούσα την Αρετή,

στα μάτια μου την έβλεπα

σαν κούκλα στο κουτί.

 

Κι έτσι παντρευτήκαμε

τον μήνα τον Γενάρη

και να σας πω ταιριάξαμε

ένα καλό ζευγάρι.

 

1933

 

Από Θεού η φώτισις,

άκου αν αγαπάς,

επήγα εις την Σύρο

 και έγινα παπάς.

 

Πάρα πολύ το ήθελα

τον Θεό να υπηρετήσω

κι απ’ τον Θεό την άφεση

 σε όλους να ζητήσω.

1933

 

Στην Άνδρο διορίστηκα

ενορία των Λαμύρων

ένα ωραιότατο χωριό

ανθέων και των μύρων.

 

1948

 

Στην Σίφνο την Καταβατή

 κάθησα ένα χρόνο,

πολύ με εκτιμούσανε

αυτό μας μένει μόνο.

 

1949

 

Πάλι γυρνώ στα Λάμυρα

 διότι με ζητούσαν,

δεν ήθελαν άλλον παπά

εμένα αγαπούσαν.

 

1953

 

Εις την κωμόπολη Στενιών

κατέλαβα την θέση

κι εδώ θα πάρω σύνταξη

διότι μου αρέσει.

 

Τον Άγιο Γεώργιο

πολύ τονε λατρεύω

και για τους ενορίτες μου

χαρά και υγειά γυρεύω.

 

Και για τον κόσμο ολόκληρο,

ως και τους συγγενείς μου

δεν θέλω ούτε ευχαριστώ

ν αγιάσουν οι γονείς μου.

 

Ο πατέρας μου ο Κωνσταντής

είχε πολλά υποφέρει

έξη αδέρφια είμαστε

και πέρα να τα φέρει.

 

Νύχτες ξημερωνότανε

στις βάρκες στα βαπόρια

κι η μάνα τον περίμενε

και είχε στενοχώρια.

 

Με λέγανε Γραμματικό,

με είχαν χαϊδεμένο,

θυμάμαι την μανούλα μου,

μου χε φαί κρυμμένο.

 

Παντρέψαμε την κόρη μας

Έχομε κι εγγονή

Τώρα στην Αθήνα

έχουν διαμονή.

 

Παντρεύτηκε κι ο πρωτογιος

Έχουμε δυο εγγόνια

ναμαστε όλοι μας

καλά να πάμε χιλια χρόνια.

 

Τα χρόνια επεράσανε

πάντρεψα τα παιδιά μου

κι ένοιωσε αγαλλίαση

η δόλια η καρδιά μου