«ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟ...»

 

ΤΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΑ ΔΕΛΤΑΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ, 1900-1960

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΑ ΔΕΛΤΑΡΙΑ

 

Για τους περισσότερους Έλληνες των πρώτων δεκαετιών του εικοστού

αιώνα, η άμεση επαφή με τη φωτογραφική εικόνα θα πρέπει να ήταν

κυρίως μέσω των εικονογραφημένων ταχυδρομικών δελταρίων ή «καρτ

ποστάλ», όπως επικράτησε να λέγονται από τη γαλλική ονομασία carte

postale ονομασία που σύμφωνα με τους τότε εν ισχύ κανονισμούς του

Παγκόσμιου Ταχυδρομικού Συνδέσμου έπρεπε απαραιτήτως να

αναγράφεται στο οπισθόπλευρο του δελταρίου, και μάλιστα με ιδιαίτερη

σχολαστικότητα.

Το πρώτο ταχυδρομικό δελτάριο, γνωστό ως Correspondenz-Karte

(κάρτα αλληλογραφίας) κυκλοφόρησε στην Αυστρία το 1869, για να

ακολουθήσει το post card των Βρετανικών ταχυδρομείων μόλις έναν χρόνο

αργότερα. Χωρίς εικονογράφηση, οι απλές αυτές κάρτες έφεραν

τυπωμένο το αντίστοιχο ταχυδρομικό τέλος, που ήταν αισθητά

χαμηλότερο από τα τέλη μιας κανονικής επιστολής. Παρά την λιτότητά

τους, τα πρώτα αυτά δελτάρια έγιναν κυριολεκτικά ανάρπαστα:

ενθουσιασμένοι από την πρακτικότητά τους, μέσα σε δώδεκα μήνες οι

Βρετανοί κατανάλωσαν γύρω στα 76 εκατομμύρια τεμάχια!1

Πολύ γρήγορα ακολούθησαν δύο καίριες εξελίξεις. Η πρώτη

αφορούσε την απελευθέρωση της αγοράς, καθώς μέσα σε λίγα χρόνια τα

εθνικά ταχυδρομεία, αρκούμενα πλέον στη διάθεση γραμματοσήμων,

επέτρεψαν σε ιδιώτες να εκδίδουν δελτάρια - πάντα βέβαια με αυστηρές

προδιαγραφές. Η δεύτερη ήταν η εμφάνιση εικογραφημένων δελταρίων,

αρχικά με την διακριτική προσθήκη μικρών εγχάρακτων βινιετών, συχνά

διαφημιστικού ή και προπαγανδιστικού περιεχομένου.

Το μεγάλο όμως άλμα σημειώθηκε με την εμφάνιση των λεγόμενων

δελταρίων Gruss aus, δηλαδή «Χαιρετισμούς από...» στα Γερμανικά. Η

βασική ιδέα ήταν απλή: με την εξάπλωση του διεθνούς τουρισμού τη

δεκαετία 1890, κάποια άγνωστη μεγαλοφυΐα είχε την έμπνευση να

προσθέσει τις λέξεις Gruss aus... στη βινιέτα ή απεικόνιση μιας πόλης ή

τοποθεσίας, «με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ως δια μαγείας ένα φθηνό,

διακοσμητικό ενθύμιο για τουρίστες, που είχε το επιπλέον προσόν να

μνημονεύει τα μέρη που επισκέπτοντο, προς τέρψη των φίλων και

συγγενών στην πατρίδα».2 Ακολούθησαν απομιμήσεις σε όλον τον κόσμο

με αντίστοιχα μηνύματα: Souvenir de..., Ricordi de..., αλλά και

Χαιρετισμούς από...

Φυσικά, οι εκδότες δεν άργησαν να εκμεταλλευθούν την καινούργια

τεχνική της φωτολιθογραφίας, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν από τις

αρχές του 1900 οι τοπιογραφικές κυρίως φωτογραφικές απεικονίσεις. Η

τελευταία μεγάλη καινοτομία χρονολογείται από το 1902, αν και δεν

γίνεται διεθνώς αποδεκτή πριν από το 1906-7: πρόκειται για τον

διαχωρισμό του οπισθόπλευρου με κάθετη γραμμή, μοιράζοντας την κενή

πλευρά του δελταρίου μεταξύ του χώρου που προβλεπόταν για τη

διεύθυνση του παραλήπτη και εκείνου που διετίθετο για το γραπτό

μήνυμα του αποστολέα. Πριν από την εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με τους

διεθνείς κανονισμούς, το μήνυμα έπρεπε να είναι στριμωγμένο στον κάτω

ή τον δίπλα από την εικονογράφηση χώρο, ενώ το οπισθόπλευρο ήταν

αποκλειστικά αφιερωμένο στη διεύθυνση του παραλήπτη.3 Τα καινούργια

δελτάρια έγιναν διεθνώς γνωστά με την ονομασία divided back cards.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΑ ΔΕΛΤΑΡΙΑ

 

Όπως και στο εξωτερικό, Ελληνικά ταχυδρομικά δελτάρια εκδόθηκαν

αρχικά από τον εθνικό ταχυδρομικό φορέα. Μεταξύ των πρώτων, αν όχι

τα πρώτα, ήσαν απλές υπόλευκες κάρτες διακοσμημένες με γαλάζιο

μαίανδρο που έφεραν τυπωμένο γραμματόσημο των 15 λεπτών με

κεφαλή του Ερμή και την ένδειξη «ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΝ ΔΕΛΤΑΡΙΟΝ/CARTE

CORRESPONDENCE»· τα δελτάρια αυτά βρίσκονται ήδη σε κυκλοφορία από

το 1880.

Εικονογραφημένα φωτολιθογραφικά δελτάρια εγχωρίου παραγωγής

κυκλοφορούν στην Ελλάδα από το 1900 τουλάχιστον, τα περισσότερα

από τους οίκους Πάλλη & Κοτζιά, Κ. Μπονάτσου και Δ. Τσολάκου, ενώ

μεγάλη σειρά εκδίδεται και από την Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία.

Όπως ήταν αναμενόμενο, στην αρχή τα θέματα ήσαν σχεδόν

αποκλειστικά αρχαιολογικές τοποθεσίες, γρήγορα όμως άρχισαν να

παρουσιάζονται όψεις πόλεων και χωριών, γραφικές φυσιογνωμίες αλλά

και κατά τόπους φυσικά και ανθρώπινα αξιοπερίεργα· η σειρά της

Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας συμπεριλαμβάνει θέματα όπως

«Μαγγανοπήγαδον εν Πελοποννήσω» και «Παμμέγιστη πλάτανος παρά το

Ξηροχώριον».

Αργότερα, την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και της επέκτασης

του Ελληνικού κράτους, προσετέθησαν πατριωτικές σκηνές, τοπία από

τις νέες χώρες και πορτραίτα πολιτικών προσωπικοτήτων, κυρίως του

Ελευθερίου Βενιζέλου, καθώς και μελών της βασιλικής οικογενείας. Τα

δελτάρια αυτά, αν και ορισμένα έχουν από εξαιρετικά πτωχό έως και

κανένα καλλιτεχνικό ή εικαστικό ενδιαφέρον, εν τούτοις πρέπει να

γνώρισαν σχετικώς καλές πωλήσεις. Ο Γιώργος Γκολομπίας, λόγου χάριν,

έχει εντοπίσει τουλάχιστον τρεις ξεχωριστές εκδόσεις του ίδιου

δελταρίου, διακοσμημένου με μια απροσχημάτιστα πληκτική φωτογραφία

της πρόσοψης των Στρατιωτικών Νοσοκομείων Κοζάνης (1916).4

Οι μεγαλύτεροι, εθνικής εμβέλειας εκδότες όπως ο Πάλλης, καθώς

και οι μικρομεσαίοι της επαρχίας, όπως ο Χατζηγρηγόρης Πιτένης της

Κοζάνης, χρησιμοποιούσαν τη φωτολιθογραφική μέθοδο εκτύπωσης. Η

μέθοδος αυτή, σχετικά πρωτόγονη στις αρχές του αιώνα αλλά συνεχώς

βελτιούμενη, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα αφενός τα δελτάρια να

τυπώνονται σε σειρές των 8, 10, 12 ή και περισσότερων θεμάτων,

ανάλογα με το μέγεθος του φύλλου χαρτιού που περνούσε από το

πιεστήριο, και αφετέρου να παράγεται κάποιος αξιόλογος αριθμός

αντιτύπων, αφού δεν συνέφερε οικονομικά να στήνεται ο πολύπλοκος

μηχανισμός εκτύπωσης για λίγες δεκάδες φύλλα· ως εκ τούτου, τα ίδια

δελτάρια ήταν συχνά δυνατόν να διακινούνται λιανικά ακόμα και

δεκαετίες αργότερα.

Υπήρχε όμως και άλλος τρόπος παραγωγής δελταρίων, κατ’ εξοχήν

ενδεδειγμένος για μικρούς εκδότες ή μεμονωμένους επαγγελματίες

φωτογράφους που ήθελαν να διακινήσουν έναν μικρό αριθμό δελταρίων,

συνήθως καθαρά τοπικού ενδιαφέροντος: αυτός δεν ήταν άλλος από την

εκτύπωση στον σκοτεινό θάλαμο και σε φωτογραφικό χαρτί πολλαπλών

αντιτύπων της ίδιας φωτογραφίας, με την προσθήκη κάποιας λεζάντας

ή άλλης πληροφορίας. Στην προσπάθεια αυτή συνέδραμαν και οι

κατασκευαστές φωτογραφικού χαρτιού, που προώθησαν στην αγορά

χαρτιά στο κατάλληλο μέγεθος (συνήθως 9Χ14 εκ.) με ήδη τυπωμένα στο

οπισθόπλευρο τη διαχωριστική κάθετο, τις γραμμές για την αναγραφή

της διεύθυνσης του παραλήπτη και την ένδειξη carte postale. Τα δελτάρια

αυτά είναι γνωστά διεθνώς ως photocards, real picture ή real photo cards,

και στα Ελληνικά ως φωτοκάρτες ή φωτογραφικές κάρτες.

Οι φωτοκάρτες απαντώνται πολύ συχνά, κυρίως στην Ελληνική

επαρχία, σε μεγάλο φάσμα καλλιτεχνικής αλλά και τεχνικής ποιότητας.

Ορισμένοι από τους επαγγελματίες που τις παρήγαγαν χαρακτηρίζονται

από ταλέντο και κάποια διάθεση πρωτοτυπίας, ενώ άλλοι πάλι

αρκούνται στο να αντιγράφουν όσο γίνεται καλύτερα τις παραγωγές των

μεγαλύτερων εκδοτών. Στη χειρότερη περίπτωση, η εκτύπωση γίνεται

πρόχειρα ή και με ληγμένα χημικά, ή την εκτύπωση ακολουθεί ανεπαρκές

πλύσιμο, με αποτέλεσμα σήμερα αρκετά από τα δελτάρια αυτά να είναι

λεκιασμένα ή δυσανάγνωστα.

Όπως και να έχει, η μελέτη των φωτογραφικών ταχυδρομικών

δελταρίων, εκτός από το αναπάντεχο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον που

μπορεί κατά καιρούς να παρουσιάζει, έχει αδιαμφισβήτητη αξία για την

τοπική ιστορική έρευνα· η εικόνα πολλών προπολεμικών κτιρίων, αλλά

και ολόκληρων οικοδομικών συμπλεγμάτων, ίσως να σώζεται σήμερα

μόνο χάρη στην επιβίωση κάποιων ταπεινών και χωρίς ιδιαίτερες

καλλιτεχνικές αξιώσεις ταχυδρομικών δελταρίων. Πέρα όμως και από το

τοπικό τους ενδιαφέρον, τα ταχυδρομικά δελτάρια φωτίζουν μια

ουσιώδη πτυχή της Ελληνικής φωτογραφικής ιστορίας, τη λαϊκή δηλαδή

παραγωγή και κατανάλωση εικόνων.

Βασικό στοιχείο εδώ αποτελεί το γεγονός ότι η παραγωγή

ταχυδρομικών δελταρίων υπήρξε αποκλειστικά οικονομική

δραστηριότητα. Σκοπός της ύπαρξής των ήταν να γίνουν αντικείμενα

εμπορικής συναλλαγής, και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και σε

όσο δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες· με άλλα λόγια, έπρεπε να αρέσουν

στο ευρύ κοινό. Η προσεχτική λοιπόν ανάγνωση των δελταρίων και η

ανάλυση της εικονογραφικής θεματικής των παρέχει πολύτιμες

πληροφορίες για τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνον) προτιμήσεις και

επιλογές της εποχής. Πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν.Ε. Καραπιδάκης πως «Η

καρτ ποστάλ συνιστά από μόνη της ιδεολογική επιλογή, αφού προτείνει

προς αγορά και χρήση αυτό που ο δημιουργός της θεωρεί

αξιομνημόνευτο»5 - την επιλογή όμως του δημιουργού έπρεπε εκ των

ενόντων να εγκρίνει και το απαραίτητο δεύτερο σκέλος κάθε εμπορικής

συναλλαγής, δηλαδή ο καταναλωτής.

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΑ ΔΕΛΤΑΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ

 

Τα πρώτα φωτογραφικά ταχυδρομικά δελτάρια με θέμα την Άνδρο

εμφανίζονται εξαιρετικά νωρίς, από το 1900 περίπου. Η ζήτηση πρέπει

να ήταν αρκετά ανεπτυγμένη, όπως φαίνεται από τον σχετικά μεγάλο

αριθμό εκδόσεων και επανεκδόσεων, και ικανοποιείται σχεδόν

αποκλειστικά από τοπικούς εκδότες. Δεν υπάρχουν δυστυχώς αριθμητικά

στοιχεία που θα επέτρεπαν με κάποια ακρίβεια τη σύγκριση της

παραγωγής δελταρίων στην Άνδρο και σε άλλα περίπου αντίστοιχα

νησιά. Το βέβαιον όμως είναι πως η παραγωγή είχε άμεση σχέση

περισσότερο με τον κοσμοπολιτισμό του νησιού και πολύ λιγότερο με τον

πληθυσμό του. Ο επισκέπτης της Άνδρου το 1920, λόγου χάριν, που τότε

είχε πληθυσμό περί τα 17.000 άτομα, είχε στη διάθεσή του σαφώς

μικρότερη επιλογή δελταρίων απ’ ότι στη Σύρο, ασύγκριτα όμως

μεγαλύτερη απ’ ότι θα εύρισκε την ίδια εποχή στα Κύθηρα, με πληθυσμό

περίπου 10.000.6

Αναμφισβήτητο πρόβλημα για τους πρώτους εκδότες (και

φωτογράφους) ταχυδρομικών δελταρίων της Άνδρου πρέπει να

παρουσίαζε η παντελής απουσία του προσφιλέστερου θέματος των

Ελληνικών δελταρίων της εποχής, αρχαίες δηλαδή τοποθεσίες και

αρχαιολογικά ευρήματα. Για τον λόγο αυτό η θεματολογία στράφηκε

περισσότερο προς την κατεύθυνση αφενός γραφικών συνθέσεων

Ανδριωτών, και αφετέρου τοπίων η όψεων της Χώρας, του λιμανιού της

και των άλλων χωριών ή κωμοπόλεων. Περιορισμένα επίσης είναι και τα

θέματα που προβάλλουν κάποιο ιδιαίτερο κτίριο, σύμπλεγμα ή μνημείο·

στη κατηγορία αυτή, σαφώς δημοφιλέστερα είναι τα ερείπια του Ενετικού

φρουρίου της Χώρας (βλέπε αρ. 33, 41, 66) και το παρεκκλήσι της Αγίας

Θαλασσινής (αρ. 28, 42, 52), ενώ ακολουθεί η πηγή της Σάριζας (αρ. 25,

72). Περιέργως, ανάμεσα σε 700 περίπου δελτάρια της περιόδου 1900-

1960, ένα μόνον βρέθηκε με θέμα τη Μονή Παναχράντου (αρ. 24), ενώ

πρέπει να περιμένουμε τη δεκαετία 1960 για να αναγνωρισθούν η

πρωτοτυπία και το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον των Ανδριώτικων

περιστερεώνων (αρ. 67).

Όπως είναι σχετικά περιορισμένα τα θέματα των δελταρίων,

αντίστοιχα περιορισμένος φαίνεται να ήταν και ο αριθμός των

διαθέσιμων φωτογραφικών λήψεων, τουλάχιστον κατά τις πρώτες

δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση

ότι συχνά γίνεται ανακύκλωση εικόνων, άλλοτε από τον ίδιο εκδότη και

άλλοτε από τρίτους, μερικές φορές ίσως και χωρίς την άδεια του κατόχου

των πνευματικών δικαιωμάτων. Παραδείγματος χάριν, στα αρχεία του

ΕΛΙΑ εντοπίσθηκαν δύο ξεχωριστές εκδοχές της ίδιας φωτογραφίας:

πρόκειται για όψη κεντρικής οδού της Χώρας που εκδίδει ο Λ.

Καραουλάνης προ του 1910 με τη μορφή επιχρωματισμένης

φωτολιθογραφίας και λεζάντα «Οδός Γεωργίου Εμπειρίκου» (αρ. 15), για

να κυκλοφορήσει ξανά δέκα τουλάχιστον χρόνια αργότερα από τον ίδιο

εκδότη, αυτή τη φορά μονόχρωμη και με την ένδειξη «Άνδρος – Κεντρική

Οδός». Η ίδια φωτογραφία, μαζί με άλλες τις ίδιας σειράς και εποχής,

κάνει και τρίτη εμφάνιση στη σειρά σύνθετων δελταρίων Souvenir de

Andro που κυκλοφορεί ο Καραουλάνης στα μέσα τις δεκαετίας 1920

(αρ.36).

Είναι προφανές ότι ενδέχεται να υπάρχει σημαντική χρονική

απόκληση μεταξύ της χρονολογίας έκδοσης κάποιου ταχυδρομικού

δελταρίου και της αρχικής λήψης της φωτογραφίας. Τέτοια απόκληση

σημειώνεται ανάμεσα στην πρώτη δημοσίευση από τον Καραουλάνη της

φωτογραφίας κάποιου βαρκάρη μπροστά στην Αγία Θαλασσινή (αρ. 28)

και μιας ίσως κλεψίτυπης επανέκδοσης που κυκλοφορεί προ του 1940.

Ενώ η πρώτη είναι φωτολιθογραφική αναπαραγωγή, η δεύτερη έχει τη

μορφή απλής φωτοκάρτας και είναι, σύμφωνα με μελανοσφραγίδα στο

verso, «Έκδοσις Αλεξάνδρου Α. Πατεράκη». Το παράξενο εδώ είναι ότι η

έκδοση Πατεράκη δεν αποτελεί απλή αντιγραφή της παλαιότερης έκδοσης

Καραουλάνη, αλλά όπως μαρτυρούν η σαφώς μεγαλύτερη ευκρίνεια και

λεπτομέρεια της πρώτης, μοιάζει να τυπώθηκε από πρωτότυπο

αρνητικό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι

διατηρούσε καλλιτεχνικό φωτογραφείο μέχρι το 1935 θα μπορούσε ίσως

να είναι ένδειξη ότι ο φωτογράφος των πρώτων δελταρίων του

Καραουλάνη δεν ήταν άλλος από τον Πατεράκη – προς το παρόν όμως,

παραμένει απλή υπόθεση.

 

ΟΙ ΑΝΔΡΙΩΤΕΣ ΕΚΔΟΤΕΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΔΕΛΤΑΡΙΩΝ

 

Όπως θα δούμε πιο κάτω, η έκδοση και διάθεση φωτογραφικών

δελταρίων στην Άνδρο συνδέεται από νωρίς σε πολύ μεγάλο βαθμό με την

εταιρεία Καραουλάνη – αρχικά υπό την επωνυμία Λ. Καραουλάνη, στη

συνέχεια Δ. Καραουλάνη και, από το 1953, Καραουλάνη & Πολέμη. Η

επιχείρηση αυτή, με βάση τη Χώρα, διοχέτευε δελτάρια σε ολόκληρο το

νησί. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την εμφάνιση μικρότερων εκδοτικών

επιχειρήσεων που κυκλοφόρησαν φωτοκάρτες, συνήθως σε τοπικό

επίπεδο και με περιορισμένο αριθμό θεμάτων.

Αναμφισβήτητα ο πιο δραστήριος από τους μικρότερους αυτούς

εκδότες υπήρξε ο Αρμένικης καταγωγής επαγγελματίας φωτογράφος

Οννίκ Εσαγιάν, που κυκλοφορούσε τα δελτάριά του τη δεκαετία 1950 υπό

την επωνυμία ΦΩΤΟ ΟΝΝΙΚ. Μια αναφορά στο όνομά του τον θέλει

«υπαίθριο φωτογράφο». Αν και φαίνεται να είχε τη βάση του στο

Μπατσί, που αποτελεί το θέμα των περισσότερων δελταρίων του, εν

τούτοις φωτογράφισε επίσης τη Χώρα, το Κόρθι, τις Μένητες, το Γαύριο

και άλλες τοποθεσίες του νησιού.

Οι υπόλοιποι εκδότες ταχυδρομικών δελταρίων είχαν, όσο

τουλάχιστον μπορεί κανείς να συμπεράνει από την παρουσία τους στις

κυριότερες συλλογές, πολύ πιο περιορισμένη δραστηριότητα.

Αναφέρονται ενδεικτικά τα ονόματα του Ιωάννη Ψητού

(δραστηριοποιείται κυρίως στο Μπατσί), Ν. Κολυδά (Γαύριο), Σ. Φραγκέτη,

Αλέξανδρου Α. Πατεράκη, Ιωάννη Πανταζή (Κόρθι), Φ. Ζερβού (Μπατσί)

και Πήλικα. Από τους εκδότες αυτούς, ο Πατεράκης όπως αναφέρθηκε πιο

πάνω διατηρούσε καλλιτεχνικό φωτογραφείο, ενώ ο Φραγκέτης είχε

χαρτοπωλείο-ψιλικατζίδικο, πιθανώς μέχρι και το 1975.

Δεν είναι πάντα εύκολη η διάκριση μεταξύ απλών φωτογραφιών των

πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα και ταχυδρομικών δελταρίων,

προπάντων όταν πρόκειται για την παραγωγή μικρών τοπικών εκδοτών

που λειτουργούν σε επίπεδο οικοτεχνίας, με τον εκδότη-φωτογράφο να

τυπώνει ο ίδιος, στον σκοτεινό θάλαμο, μικρές ποσότητες δελταρίων. Η

ύπαρξη και μόνο της ένδειξης carte postale και του διαχωρισμένου

οπισθόπλευρου δεν αρκεί για να πιστοποιήσει πως κάποια φωτογραφία

διετίθετο και ως δελτάριο, αφού όλα σχεδόν τα εμπορικά φωτογραφεία

της εποχής τύπωναν σε παρόμοιο χαρτί – το επιβεβαιώνουν τα

περισσότερα σύγχρονα οικογενειακά πορτραίτα, που αν και έχουν κάποια

από τα εξωτερικά γνωρίσματα του ταχυδρομικού δελταρίου, είναι βέβαιο

πως δεν διετέθησαν ποτέ στο εμπόριο.

Για τους σκοπούς της έρευνας ακολουθήθηκε η αρχή πως για να

θεωρηθεί μια φωτογραφία ταχυδρομικό δελτάριο, θα έπρεπε να φέρει,

στη μία πλευρά ή την άλλη, κάποια υποτυπώδη έστω αναφορά είτε στον

εκδότη, είτε στο εικονιζόμενο θέμα. Αυτό βέβαια αφορά μόνο τις

φωτοκάρτες, αφού οι μεγαλύτερες, ακριβότερες και σαφώς πιο

επαγγελματικές λιθογραφικές εκδόσεις συνοδεύονται πάντοτε από

λεζάντες, συνήθως από το όνομα του εκδότη, ενίοτε και από το όνομα

του υπεύθυνου τυπογραφείου ή κάποιο σχετικό κωδικό αριθμό έκδοσης.

Οι μικρότεροι εκδότες επινοούν διάφορους τρόπους για να

προσθέσουν αντίστοιχα στοιχεία στα δελτάριά τους, ορισμένους ίσως

υπέρ το δέον αυτοσχέδιους: ο Πήλικας, λ.χ., προσθέτει τις λεζάντες στα

δελτάριά του μία-μία με γραφομηχανή, ενώ ο Πατεράκης και ο Πανταζής

επιλέγουν την ταχύτερη αλλά σαφώς πιο αντιαισθητική λύση της

μελανοσφραγίδας, που συχνά παρεισφρέει πάνω στην εικόνα. Από τα

δελτάρια που εικονογραφούνται στην παρούσα έκδοση, ασφαλώς το πιο

φειδωλό σε πληροφορίες είναι το αποδιδόμενο στον φωτογράφο Σπύρο

Μελετζή (αρ. 56), που φέρει στο οπισθόπλευρο την αχνή ένδειξη

«ΑΝΔΡΟΣ-ANDROS».

Φωτογραφικά δελτάρια της Άνδρου κυκλοφόρησαν επίσης τη

δεκαετία 1910 από το εργοστάσιο Ανδρέα Κλεισιούνη στο Ναύπλιο (αρ.

18), και τη δεκαετία 1920 από τον εκδοτικό οίκο Καλουτά (Caloutas &

Tsiropinas) στη Σύρο (αρ. 38, 39).

 

Ο ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΚΑΡΑΟΥΛΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΟΥ

 

Ο Λορέντζος Καραουλάνης έμαθε την τέχνη του τυπογράφου την περίοδο

1875-1892 στα τότε ανθηρά τυπογραφεία της Σύρου.7 Επιστέφοντας

στην Άνδρο, το 1892 ιδρύει ένα μικρό τυπογραφείο στη Χώρα. Η

επιχείρηση σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε βιβλιοχαρτοπωλείο και πρακτορείο

εφημερίδων, δραστηριότητες που λογικά οδήγησαν στην έκδοση και

πώληση ταχυδρομικών δελταρίων. Οι πρώτες, φωτολιθογραφικές σειρές

που εξέδωσε ο Καραουλάνης τυπώθηκαν στην Αθήνα από την εταιρεία

Πάλλης & Κοτζιάς. Γύρω στο 1900 εκδίδεται μια σειρά σε ανοιχτό

κιτρινόχρωμο χαρτί (αρ. 1), και σύντομα ακολουθεί δεύτερη σειρά

τυπωμένη σε υπόλευκο χαρτί με ελαφρά σταχτοπράσινο χρώμα (αρ. 4-

11). Η σειρά αυτή, που μάλλον συμπεριλάμβανε δώδεκα συνολικά θέματα,

αν και παρουσιάζει ορισμένες τυπογραφικές ατέλειες, παραμένει ίσως η

πιο ελκυστική μεταξύ όλων των παλαιών Ανδριώτικων δελταρίων. 8

Είναι κρίμα που δεν γνωρίζουμε το όνομα του φωτογράφου, κάτι

που συμβαίνει συχνά με το είδος αυτό της φωτογραφίας. Πρέπει πάντως

να διέθετε όρεξη και ικανότητα, αφού οι φωτογραφίες του μαρτυρούν μια

γλαφυρότητα που σπάνια επαναλαμβάνεται τις επόμενες δεκαετίες.

Χαρακτηριστικές είναι οι λήψεις για τις οποίες έχουν συγκεντρωθεί οι

Ανδριώτες στους δρόμους και τις πλατείες της Χώρας – φωτογραφίες

σκηνοθετημένες μεν, εντούτοις όμως γεμάτες ζωντάνια και γλαφυρές

ανθρώπινες λεπτομέρειες. Ιδιαιτέρως γοητευτικές είναι η σκηνή δρόμου

της παλαιάς πόλης στην οποία δεσπόζει, αν και δεν στέκεται στο

προσκήνιο, ο ευτραφής αστός με τον σκύλο του (αρ. 10) και η άλλη, στα

Λουριά, στην οποία τρεις μαθητές, σκαρφαλωμένοι στα χειμωνιάτικα

κλαδιά ενός σκελετωμένου δένδρου, ανεμίζουν τα πηλήκιά τους με

ενθουσιασμό (αρ. 9).

Προ του 1908 κυκλοφορεί μια τρίτη σειρά, η πρώτη με διαχωρισμένο

οπισθόπλευρο (divided back). Η εκτύπωση, μαύρη σε λευκό χαρτί, είναι

εδώ κάπως πιο αχνή· ο φωτογράφος όμως είναι πολύ πιθανό να ήταν ο

ίδιος, αφού και πάλι κυριαρχούνε ανθρώπινες μορφές σε καθημερινές

στάσεις και ασχολίες (αρ. 12, 13). Από τη σειρά αυτή έχουν εντοπισθεί

έξη συνολικά θέματα.

Η τέταρτη σειρά Καραουλάνη, που κυκλοφορεί προ του 1910, είναι

και η πρώτη χρωμολιθογραφική. Συμπεριλαμβάνει κυρίως τοπία και

όψεις της Χώρας και άλλων τοποθεσιών, πρόχειρα επιχρωματισμένων

(αρ. 14, 16, 17). Στο οπισθόπλευρο δεν γίνεται αναφορά στον εκδότη, αν

και είναι επιβεβαιωμένο πως πρόκειται για τον Καραουλάνη. Τα χρώματα

όμως του χρωμολιθογραφικού δελταρίου με θέμα την οδό Γεωργίου

Εμπειρίκου στη Χώρα (αρ. 15) φαίνονται αρκετά διαφορετικά, και δεν

αποκλείεται να αποτελεί μέρος άλλης σειράς του ίδιου εκδότη.

Η πέμπτη σειρά Καραουλάνη, που χρονολογείται από προ του 1921,

τυπώθηκε στην Piacenza της Ιταλίας στο τυπογραφείο Ditta G. Garioni

(αρ. 19-35). Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις σειρές, των δώδεκα θεμάτων

μάλλον η κάθε μία, που διακρίνονται μεταξύ τους από το επιπλέον

χρώμα που έριξαν οι τυπογράφοι σε κάθε σειρά, προσδίδοντας στα

αντίστοιχα δελτάρια τόνους του καφέ, του πράσινου και του σταχτιού –

με άλλα λόγια, έγινε μια κάπως πρωτόγονη διτονική εκτύπωση. 9 Άλλα

δελτάρια φέρουν το λογότυπο του τυπογραφείου και άλλα όχι, ενώ στις

καφέ και πράσινες σειρές το όνομα του εκδότη αναγράφεται λανθασμένα

ως Laurent D. Caraoubanis. Αξιοσημείωτη απόκλιση μεταξύ των τριών

σειρών είναι ότι τα καφέ και πράσινα δελτάρια είναι κυματοειδώς

ξακρισμένα στις τέσσερις πλευρές (deckle-edging)· αντιθέτως, τα σταχτιά

φαίνεται να διετίθεντο στο εμπόριο ως μία ενότητα, οριζοντίως ενωμένα

μεταξύ τους με διάτρητη σύνδεση, που επέτρεπε τον εύκολο διαχωρισμό.

Στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1920, υπακούοντας στις επιταγές

της μόδας που την εποχή εκείνη αναζητούσε πιο καλλιτεχνικά (ή

τουλάχιστον καλλιτεχνίζοντα) προϊόντα, ο Καραουλάνης κυκλοφόρησε

μια σειρά σύνθετα δελτάρια (αρ. 36, 37). Τα δελτάρια αυτά συνδυάζουν

παλαιότερες απεικονίσεις τοποθεσιών της Άνδρου (από την πέμπτη

κυρίως σειρά), συχνά τοποθετημένες δήθεν σε εικονικό λεύκωμα, με

στιλιζαρισμένες φωτογραφίες δεσποινίδων σε στάσεις ρέμβης, το όλον

πρόχειρα επιχρωματισμένο και διακοσμημένο με ένα καλλιγραφικό

Souvenir de Andro. Οι συνθέσεις αυτές τυπώνονταν στην Αθήνα με βάση

τυποποιημένα πρότυπα, αλλάζοντας κάθε φορά μονάχα τις

ενσωματωμένες παραστάσεις και το μήνυμα.10

Το 1920 μπαίνει στην επιχείρηση ο γιος του Λορέντζου, Δημήτριος

Καραουλάνης, ο οποίος μετά τον πόλεμο αναλαμβάνει και τη γενική

διεύθυνση - αν και όπως μας πληροφορεί ο Αντώνης Πολέμης, «μέχρι το

θάνατό του σε βαθύ γήρας το 1950, ο Λορέντζος συνεχίζει και εργάζεται

σποραδικά στο τυπογραφείο και αναπληρώνει τον Δημήτριο στις

απουσίες του για ταξίδια, ψώνια κλπ.».11 Τα δελτάρια που δημοσιεύονται

τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια φέρουν πια την ένδειξη «Έκδοση Δημ.

Καραουλάνη, Άνδρος».

Η τρίτη γενιά αντιπροσωπεύεται από τον Αντώνη Πολέμη, εγγονό

του Λορέντζου και ανεψιό του Δημητρίου, που εργάζεται στην επιχείρηση

από το 1943, έχοντας διδαχθεί την τέχνη του τυπογράφου από τους

«εξαίρετους στην τέχνη και στο δασκάλεμα» όπως τους περιγράφει

Ιταλούς στρατιώτες-τυπογράφους που δούλευαν στο επιταγμένο τότε

τυπογραφείο. Το 1953 ο Πολέμης γίνεται εταίρος, και η εταιρεία

μετονομάζεται και πάλι, αυτή τη φορά σε Καραουλάνης & Πολέμης. Οι

καινούργιες παραγωγές της δεκαετίας 1950 είναι πια αποκλειστικά

φωτοκάρτες που τυπώνονται σε διάφορα φωτογραφεία των Αθηνών,

ενώ για τις καινούργιες λήψεις φαίνεται να ήταν υπεύθυνος ο

φωτογράφος Αλέξανδρος Χάλαρης (αρ. 50-54)· πάντα σύμφωνα με τη

μαρτυρία του Πολέμη, «τα τοπία-συνθέσεις επέλεγαν μαζί ο Δημήτριος

Καραουλάνης και ο Χάλαρης (ο οποίος φωτογράφιζε)». Είναι όμως

αλήθεια ότι στο σύνολό τους, τα δελτάρια που κυκλοφορεί η εταιρεία τα

χρόνια εκείνα υστερούν σε ποιότητα και έμπνευση των προηγούμενων,

παρουσιάζοντας επιπλέον και πολλές τεχνικές ατέλειες (υπερφωτισμό,

υποφωτισμό, κοινότοπες συνθέσεις αλλά συχνά και εκτυπωτικές

ανεπάρκειες).

Ευτυχώς, η ποιότητα ανέβηκε κατακόρυφα στις αρχές της επόμενης

δεκαετίας με μια μεγάλη σειρά δελταρίων που οφείλονται στον φακό του

επαγγελματία φωτογράφου Νίκου Κόντου. Όπως θυμάται ο Πολέμης, «ο

Κόντος ήταν ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, με καταγωγή από τη Σύρα,

που ήταν συνεργάτης γνωστών Αθηναϊκών περιοδικών όπως οι Εικόνες,

τα Επίκαιρα και άλλα. Περνώντας από την Άνδρο (νομίζω το 1962-63)

γνωρισθήκαμε μέσω κοινών φίλων, και με την ευκαιρία ο Δημήτριος

Καραουλάνης του ανέθεσε και τράβηξε πολλές – ίσως εκατό –

φωτογραφίες. Από αυτές διαλέξαμε, και την εκτύπωση έκανε ο ίδιος ο

φωτογράφος.»12

Οι φωτογραφίες του Κόντου πράγματι μαρτυρούν εντελώς άλλο

επίπεδο επαγγελματικότητας τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεση,

ενώ οι εκτυπώσεις των φωτοκαρτών διατηρούν ομοιόμορφη και πάντα

υψηλή ποιότητα· σαράντα χρόνια αργότερα, κανένα από τα δείγματα που

εξετάσθηκαν δεν παρουσιάζει σημεία αλλοίωσης. Η συλλογή Πολέμη

περιέχει, εκτός από δείγματα των δελταρίων που τελικά κυκλοφόρησαν,

φωτογραφίες του Κόντου στις ίδιες διαστάσεις αλλά χωρίς καμία

σήμανση, που ναι μεν δεν γνωρίζουμε εάν εν τέλει κυκλοφόρησαν, δεν

υστερούν όμως σε τίποτα από τις επιλεγμένες (αρ. 63, 75). Πέρα από την

τεχνική δεξιοτεχνία που τον χαρακτηρίζει, ο Κόντος πρωτοτυπεί έναντι

των προγενέστερων φωτογράφων με την επιλογή θεμάτων: αφήνει

δηλαδή κατά μέρος τα στατικά τοπία και τις γνωστές όψεις λιμανιών και

χωριών για να επικεντρωθεί σε φρέσκα ακόμα για την εποχή

φωτογραφικά θέματα όπως τα δρομάκια της παλαιάς Χώρας και τους

κατοίκους της.

Ακολουθώντας την ίδια ακριβώς τακτική με τον ανώνυμο συνάδελφό

του που φωτογράφισε τους κατοίκους της Χώρας τη δεκαετία 1910, ο

Κόντος δεν διστάζει να σκηνοθετήσει μια πιο δραματική σύνθεση, χωρίς

αυτό να αφαιρεί από την αποτελεσματικότητα της φωτογραφίας: στην

αρ. 72, λόγου χάριν, ο δεύτερος εξ αριστερών από τους συγκεντρωμένους

στην Πηγή Σάριζας επισκέπτες μιμείται με θεατρικότητα την κίνηση

ανθρώπου που πίνει – το χέρι όμως που σηκώνει επιδεικτικά προς το

στόμα του είναι άδειο. Όπως παρατηρεί η δεσποινίς Ρίνα στον φίλο της

τον Μήτσο στις 2 Σεπτεμβρίου του 1969, «Η κάρτα είναι απατηλή».13

Απατηλή αλλά γοητευτική…

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Η σύντομη αυτή περιδιάβαση στον χώρο των παλαιών Ανδριώτικων

ταχυδρομικών δελταρίων μπορεί να μην ανέδειξε αριστουργήματα της

φωτογραφικής τέχνης, αποκάλυψε όμως μια φωτογραφική παραγωγή εν

πολλοίς άγνωστη ή ξεχασμένη μέχρι σήμερα, συχνά ενδιαφέρουσα και

ενίοτε σαγηνευτική. Υπό την έννοια αυτή, φιλοδοξεί, πέρα από την όποια

συμβολή στα χρονικά της νήσου, να συνεισφέρει και στη σιγανή αλλά

σταθερή οικοδόμηση του μνημείου που λέγεται ιστορία της ελληνικής

φωτογραφίας – ιστορία που δεν είναι άλλη, εν τέλει, από δική μας και

των γονιών μας.

 

Γιάννης Σταθάτος

Κύθηρα, Μάρτιος 2007

 

Πρώτη δημοσίευση:

Γιάννης Σταθάτος, «Χαιρετίσματα από την Άνδρο...». Ταχυδρομικά

Δελτάρια, 1900-1960. Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2007.

ISBN 978 960 7709 28 9

 

© 2007 Γιάννης Σταθάτος

 

1 Martin Willoughby, A History of Postcards, Bracken Books, London 1992,

σελ.30.

2 Willoughby, ως άνω, σελ.44.

3 Παράβαλε την προμετωπίδα του παρόντος με τα υπ’ αριθμόν 2 & 3.

4 Γιώργος Γκολομπίας, Οι καρτ-ποσταλ της Κοζάνης, 1904-1925, Δήμος

Κοζάνης, 1996.

5 Ν.Ε.Καραπιδάκης, «Επιστολικά δελτάρια και ιστορία», στον τόμο

Ελευθερία Ζέη, Χώρος και φωτογραφία: Το Ηράκλειο από την Οθωμανική

Αυτοκρατορία στην Κριτική Πολιτεία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου

Πειραιώς, Αθήνα 2005, σελ.11.

6 Ένα δείγμα της μεγάλης ποικιλίας ταχυδρομικών δελταρίων με θέμα τη

Σύρο μπορούμε να πάρουμε από το μικρό λεύκωμα Ενθύμιον Σύρου του

Μάνου Ελευθερίου (Ελληνικά Γράμματα, 2001), το οποίο όμως δυστυχώς

δεν παρέχει καμιά πρόσθετη πληροφορία.

7 Οι πληροφορίες που ακολουθούν προέρχονται από συνέντευξη της

Ειρήνης Δάμπαση με τον Αντώνη Πολέμη στην Άνδρο, τον Μάιο 2007.

8 Έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα ένδεκα θέματα, όλα στη συλλογή

Παπαδόπουλου.

9 Είναι επίσης πολύ πιθανό οι τρεις σειρές να εκδόθηκαν σε διαφορετικά

διαστήματα. Η παλαιότερη γνωστή χρονολογία ταχυδρόμησης για τη

σταχτιά σειρά είναι το 1921, ενώ για τις άλλες δύο είναι το 1928.

10 Το οπισθόφυλλο του λευκώματος Ελευθερίου, ως άνω, κοσμεί το δίδυμο

δελτάριο του δικού μας αρ. 37, με ενσωματωμένες όψεις της Σύρας και το

αντίστοιχο μήνυμα, Souvenir de Syra.

11 Συνέντευξη, ως άνω.

12 Συνέντευξη, ως άνω.

13 Βλέπε Επίμετρο Α’, “Μικρή ανθολογία κειμένων”.