Επιστροφή

 

Ο κος Αντώνης Ν. Σαρρής (Σαρρής Αντώνιος του Νικολάου (131213)) είχε την καλοσύνη να μας στείλει μέρος Στενιώτικων λέξεων τις οποίες στο παρελθόν είχε καταγράψει. Ο κος Μιχάλης Γλυνός (Γλυνός Μιχαήλ του Κωνσταντίνου (1312111) #2167 ) βοήθησε στην ερμηνία ορισμένων από τις λέξεις αυτές.

 

Οι λέξεις αυτές θα περιληφθούν στο Στενιώτικο Γλωσσάρι που συντάσσεται τώρα από φίλους του ιστότοπου www.steniotes.gr

 

Μαντακιασμένος (ζαρωμένος, άρρωστος)

Νταμπακατθούνα (συναχωμένος)

Μπουζιντιασμένος (κρυολογημένος)

Απολυβάστηκα (αφαιρέθηκα, αποξεχάστηκα)

Ανεμοβολάξανε (πλυθήκανε πάρα πολύ)

Κουφοδρόμιασμα (ψυχρό απόστημα)

Σαλαμέτι , φτάσαμε σαλαμέτι (φτάσαμε ακέραιοι, δεν πάθαμε τίποτα) (πιθ τουρκ)

Σέρμα (κράμπα)

Σκλαβίνα (χοντρό μάλλινο ύφασμα με κρόσσια, φλοκάτη)

Ζαϊφης (αρρωστιάρης)

Καβουλεύτηνε (το παραδέχτηκε, πείστηκε)

Σανάλες (με το πάσο σου, αργά)

Ντέβρι (δρόμος), πήρε ντέβρι (μάλλον τουρκικο)

Ρετσέλι (πετιμέζι, γλυκό)

Ξερομαχώ (αφυδατώνω, στεγνώνω)

Αλέστος (έτοιμος)

Αντεφέτος ή αντιφέτος (αυτός που μεγάλωσε γρήγορα σε ένα χρόνο)

Ρίγλο (μισογεμάτο)

Λαφάζω (ασθμαινω)

Κουθριά (κακογλωσσιά)

Μπαϊρι (ξερότοπος) ( τουρκ)

Φάουσα (καρκίνος)

Ρουμάνι (πυκνή θαμνώδης έκταση, δυσδιάβατη)

Σκαπετίζω (αποδρώ), πιθ. παραφθορά του escape

Κάνα (σκληρή βρωμιά, ιδίως στους άκρους πόδες, η οποία χρειάζεται ιδιαίτερο τρίψιμο)

Χαρχαλεύω (ανακατεύω θορυβωδώς προκειμένου να βρω κάτι)

Τριμογαζαρεύω (παραμονεύω περιμένοντας την ευκαιρία να δράσω)

Κουσέλι

Ανεμοπύρωμα (ερυσίπελας)

Βουρδούλακας